κολυμβήθρα: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κολυμβήθρα''': ἡ, [[τόπος]] διὰ κολύμβημα, Πλάτ. Πολ. 453D· κολυμβᾶν εἰς κολυμβήθραν μύρου Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 28. ΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ὡς καὶ νῦν, [[σκεῦος]] πρὸς βάπτισιν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3726b, κ. ἀλλ. | |lstext='''κολυμβήθρα''': ἡ, [[τόπος]] διὰ κολύμβημα, Πλάτ. Πολ. 453D· κολυμβᾶν εἰς κολυμβήθραν μύρου Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 28. ΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ὡς καὶ νῦν, [[σκεῦος]] πρὸς βάπτισιν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3726b, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />piscine, bain.<br />'''Étymologie:''' [[κολυμβάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A place for diving, swimming-bath, Pl.R.453d, D.S.11.25; κ. μύρου Alex.300. II wine-vat, tun, D.S.13.83. III reservoir, cistern, LXX 4 Ki.18.17. IV baptismal font, POxy.147 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1476] ἡ, Ort zum Untertauchen, zum Baden; Plat. Rep. V, 453 d; κολυμβᾶν εἰς κολυμβήθραν μύρου Alexis bei Ath. I, 18 c; Sp., wie D. Sic. 4, 78. 11, 25.
Greek (Liddell-Scott)
κολυμβήθρα: ἡ, τόπος διὰ κολύμβημα, Πλάτ. Πολ. 453D· κολυμβᾶν εἰς κολυμβήθραν μύρου Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 28. ΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ὡς καὶ νῦν, σκεῦος πρὸς βάπτισιν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3726b, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
piscine, bain.
Étymologie: κολυμβάω.