3,258,334
edits
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφῐκάνω''': [ᾱ], Ἐπ. [[λέξις]] ἀντὶ τοῦ ἑπομ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἀφικνοῦμαι, ἥκω, Ὅμ., κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ.· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] προθ., πρὸς [[τεῖχος]]… ἀφικάνει Ἰλ. Ζ. 388. | |lstext='''ἀφῐκάνω''': [ᾱ], Ἐπ. [[λέξις]] ἀντὶ τοῦ ἑπομ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἀφικνοῦμαι, ἥκω, Ὅμ., κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ.· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] προθ., πρὸς [[τεῖχος]]… ἀφικάνει Ἰλ. Ζ. 388. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i> ἀφίκανον;<br />parvenir à, arriver à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἱκάνω]]. | |||
}} | }} |