3,274,447
edits
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραίρημα''': τό, τὸ πρὸς ταῖς ᾤαις [[μέρος]] τῶν ἐσθήτων, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 64· [[καθόλου]], [[ταινία]], λωρίς, Θουκ. 4. 48· [[οὕτως]] ἐν Ἱππ. π. Ἰηρ. 745, [[ἔνθα]] τὰ ἀντίγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τοῦ παραίρεμα, παρείεμα, [[πάρερμα]], ὁ Littré (3. 314) διορθοῖ τοῦ [[παραίρημα]]· - ὁ Γαλην. 12. 345 ὡς φαίνεται ἀνέγνω παράρματα, [[ὅπερ]] φαίνεται ὅτι ἦτο ὁ ἐν τῇ ὁμιλίᾳ [[συνήθης]] [[τύπος]], [[διότι]] ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει παραιρήματα διὰ τοῦ παράρματα ἱματίων | |lstext='''παραίρημα''': τό, τὸ πρὸς ταῖς ᾤαις [[μέρος]] τῶν ἐσθήτων, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 64· [[καθόλου]], [[ταινία]], λωρίς, Θουκ. 4. 48· [[οὕτως]] ἐν Ἱππ. π. Ἰηρ. 745, [[ἔνθα]] τὰ ἀντίγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τοῦ παραίρεμα, παρείεμα, [[πάρερμα]], ὁ Littré (3. 314) διορθοῖ τοῦ [[παραίρημα]]· - ὁ Γαλην. 12. 345 ὡς φαίνεται ἀνέγνω παράρματα, [[ὅπερ]] φαίνεται ὅτι ἦτο ὁ ἐν τῇ ὁμιλίᾳ [[συνήθης]] [[τύπος]], [[διότι]] ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει παραιρήματα διὰ τοῦ παράρματα ἱματίων | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />bande, rognure qu’on ôte d’une pièce de drap, d’un vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[παραιρέω]]. | |||
}} | }} |