ἐπόψιμος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπόψιμος''': -ον, ([[ἐπόψομαι]]), ὃν δύναταί τις ἢ «βαστᾷ ἡ καρδιά του» νὰ ἴδῃ, δεινόν, οὐδ’ ἀκουστόν, οὐδ’ ἐπόψιμον Σοφ. Ο. Τ. 1312.
|lstext='''ἐπόψιμος''': -ον, ([[ἐπόψομαι]]), ὃν δύναταί τις ἢ «βαστᾷ ἡ καρδιά του» νὰ ἴδῃ, δεινόν, οὐδ’ ἀκουστόν, οὐδ’ ἐπόψιμον Σοφ. Ο. Τ. 1312.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />visible.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπόψομαι]].
}}
}}