3,254,072
edits
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥομβοειδής''': -ές, ὁ ἔχων τὸ [[σχῆμα]] ῥόμβου, [[ὅμοιος]] ῥόμβῳ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802, Στράβ. 78, κτλ.· ῥ. [[σχῆμα]], τετράπλευρον ἔχον μόνον τὰς [[ἀπέναντι]] πλευρὰς καὶ γωνίας ἴσας, λίθους ... τῷ σχήματι ῥομβοειδεῖς Ἡγήσανδρος παρ’ Ἀθην. 107Α, Εὐκλ. 1. ὁρισμ. 33· τὸ ῥομβοειδές, [[τόπος]] ἐν Μεγάροις, Πλουτ. Θησ. 27. | |lstext='''ῥομβοειδής''': -ές, ὁ ἔχων τὸ [[σχῆμα]] ῥόμβου, [[ὅμοιος]] ῥόμβῳ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802, Στράβ. 78, κτλ.· ῥ. [[σχῆμα]], τετράπλευρον ἔχον μόνον τὰς [[ἀπέναντι]] πλευρὰς καὶ γωνίας ἴσας, λίθους ... τῷ σχήματι ῥομβοειδεῖς Ἡγήσανδρος παρ’ Ἀθην. 107Α, Εὐκλ. 1. ὁρισμ. 33· τὸ ῥομβοειδές, [[τόπος]] ἐν Μεγάροις, Πλουτ. Θησ. 27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui a la forme d’une toupie <i>ou p. suite</i> d’un losange, rhomboïde ; τὸ ῥομβοειδές PLUT le monument en forme de losange, <i>à Mégare</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόμβος]], [[εἶδος]]. | |||
}} | }} |