διατρέχω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διατρέχω''': μέλλ. -θρέξομαι, ἀόρ. -έδρᾰμον, [[ὡσαύτως]] -έθρεξα, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 23· πρκμ. -δεδράμηκα. Τρέχω διὰμέσου ἢ [[ἀπέναντι]], εἰς τὸ ἕτερον [[μέρος]], ἰχθυόεντα κέλευθα [[διέδραμον]] Ὀδ. γ.177 τὶς δ’ἄν ἑκὼν… διαδράμοι ἁλμυρὸν [[ὕδωρ]]; ε.100· μὴ διατρέχων Ἀντιφῶν, 121.36. 2) μεταφ., [[διέρχομαι]] δρομαίως, τὸν βίον λάτ. Νόμ. 802Α· τὰ ἡδέα Ξεν. Ἀπομν. 2.1,31· δ. τὸν λόγον, [[διεξέρχομαι]] [[τροχάδην]], Πλάτ. Φαίδρ. 237Α.<br />ΙΙ. ἀπολ., [[περιτρέχω]], [[τρέχω]] κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Λατ. discurrere, Ἀριστοφ. Εἰρ. 536· διατρέχοντες ἀστέρες [[αὐτόθι]] 828· νεφέλαι [[διέδραμον]] Θεόκρ. 22.20· - μεταφ., [[τρέχω]] διὰ μέσου, ἐξαπλούμαι, ἐν τῷ σώματι διέδραμε [[γαργαλισμός]] Ἡγήσιππ. Ἀδελφ. 1.16· δ. νεωτερισμὸς Πλούτ. Ἀλεξ. 68· θροῦς δ. τῆς ἐκκλησίας Πλούτ. Πύρρ. 13. 2) ἀπὶ χρόνου, [[παρέρχομαι]] δρομαίως Ἡρωδιαν. 2.6, κτλ. 3) δ. εἰς…, καταντῶ ἀκριβῶς εἰς…, Ἱππ. 553.21· δ. [[μέχρι]], εἰσδύομαι εἰς…, Πλούτ. Πύρρ. 24.
|lstext='''διατρέχω''': μέλλ. -θρέξομαι, ἀόρ. -έδρᾰμον, [[ὡσαύτως]] -έθρεξα, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 23· πρκμ. -δεδράμηκα. Τρέχω διὰμέσου ἢ [[ἀπέναντι]], εἰς τὸ ἕτερον [[μέρος]], ἰχθυόεντα κέλευθα [[διέδραμον]] Ὀδ. γ.177 τὶς δ’ἄν ἑκὼν… διαδράμοι ἁλμυρὸν [[ὕδωρ]]; ε.100· μὴ διατρέχων Ἀντιφῶν, 121.36. 2) μεταφ., [[διέρχομαι]] δρομαίως, τὸν βίον λάτ. Νόμ. 802Α· τὰ ἡδέα Ξεν. Ἀπομν. 2.1,31· δ. τὸν λόγον, [[διεξέρχομαι]] [[τροχάδην]], Πλάτ. Φαίδρ. 237Α.<br />ΙΙ. ἀπολ., [[περιτρέχω]], [[τρέχω]] κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Λατ. discurrere, Ἀριστοφ. Εἰρ. 536· διατρέχοντες ἀστέρες [[αὐτόθι]] 828· νεφέλαι [[διέδραμον]] Θεόκρ. 22.20· - μεταφ., [[τρέχω]] διὰ μέσου, ἐξαπλούμαι, ἐν τῷ σώματι διέδραμε [[γαργαλισμός]] Ἡγήσιππ. Ἀδελφ. 1.16· δ. νεωτερισμὸς Πλούτ. Ἀλεξ. 68· θροῦς δ. τῆς ἐκκλησίας Πλούτ. Πύρρ. 13. 2) ἀπὶ χρόνου, [[παρέρχομαι]] δρομαίως Ἡρωδιαν. 2.6, κτλ. 3) δ. εἰς…, καταντῶ ἀκριβῶς εἰς…, Ἱππ. 553.21· δ. [[μέχρι]], εἰσδύομαι εἰς…, Πλούτ. Πύρρ. 24.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαδραμοῦμαι, <i>ao.2</i> [[διέδραμον]], <i>etc.</i><br /><b>1</b> courir de côté et d’autre ; <i>fig.</i> δ. τῆς ἐκκλησίας PLUT courir <i>ou</i> se répandre dans l’assemblée <i>en parl. d’un bruit</i>;<br /><b>2</b> courir à travers, acc. ; δ. [[μέχρι]] PLUT pénétrer jusqu’à.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τρέχω]].
}}
}}