κοινόδικος: Difference between revisions

21
(6_16)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοινόδῐκος''': -ον, ἀπολαύων κοινῶν δικαίων, Χρησμ. παρὰ Φλέγ. 144.
|lstext='''κοινόδῐκος''': -ον, ἀπολαύων κοινῶν δικαίων, Χρησμ. παρὰ Φλέγ. 144.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοινόδικος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κοινό [[δίκαιο]] με άλλους<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από [[δίκαιο]] που [[είναι]] κοινό σε διάφορες πόλεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έν</i>-<i>δικος</i>, <i>εξώ</i>-<i>δικος</i>].
}}
}}