πνευματόω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πνευμᾰτόω''': ([[πνεῦμα]]) [[μεταβάλλω]] εἰς [[πνεῦμα]], ἀέρα, Ἀριστ. Προβλ. 33. 1, 2, 36. 3, 1. ― Παθ., [[γίνομαι]] ἀήρ, ἐξατμίζομαι, ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 3. 7, 3, π. Ζ. Γεν. 2. 3, 14, κ. ἀλλ., Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 40. ΙΙ. φυσῶ, φουσκώνω, Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 47, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke ― Παθ., ἔχω «φούσκωμα», [[γίνομαι]] ἀσθματικός, Foës Oec. Hopp., ἴδε [[πνευματώδης]] ἐν τέλ. 2) δι’ ἀνέμων [[ἀναταράσσω]], τὸν σάλον Ἀνθ. Π. 1. 118.
|lstext='''πνευμᾰτόω''': ([[πνεῦμα]]) [[μεταβάλλω]] εἰς [[πνεῦμα]], ἀέρα, Ἀριστ. Προβλ. 33. 1, 2, 36. 3, 1. ― Παθ., [[γίνομαι]] ἀήρ, ἐξατμίζομαι, ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 3. 7, 3, π. Ζ. Γεν. 2. 3, 14, κ. ἀλλ., Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 40. ΙΙ. φυσῶ, φουσκώνω, Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 47, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke ― Παθ., ἔχω «φούσκωμα», [[γίνομαι]] ἀσθματικός, Foës Oec. Hopp., ἴδε [[πνευματώδης]] ἐν τέλ. 2) δι’ ἀνέμων [[ἀναταράσσω]], τὸν σάλον Ἀνθ. Π. 1. 118.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> changer en vapeur;<br /><b>2</b> agiter au moyen du vent;<br /><b>3</b> remplir de vents.<br />'''Étymologie:''' [[πνεῦμα]].
}}
}}