3,276,932
edits
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφρέω''': (ἀφρὸς) [[ἀφρίζω]], ἀφροὺς [[ἐκβάλλω]], Ἱππ. 305. 47, κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[καλύπτω]] μὲ ἀφροὺς, ἢ κατὰ τὸν Σχολ. «πληροῦμαι ἀφροῦ», ἵπποι ἄφρεον στήθεα ([[ἔνθα]] [[εἶναι]] δισύλλαβ.) Ἰλ. Λ. 282. | |lstext='''ἀφρέω''': (ἀφρὸς) [[ἀφρίζω]], ἀφροὺς [[ἐκβάλλω]], Ἱππ. 305. 47, κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[καλύπτω]] μὲ ἀφροὺς, ἢ κατὰ τὸν Σχολ. «πληροῦμαι ἀφροῦ», ἵπποι ἄφρεον στήθεα ([[ἔνθα]] [[εἶναι]] δισύλλαβ.) Ἰλ. Λ. 282. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et impf.</i><br />être couvert d’écume.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφρός]]. | |||
}} | }} |