μέτειμι: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μέτειμι''': (εἰμί, sum) εἶμαι [[μεταξύ]], [[μετὰ]] δοτ. πληθ., ἀθανάτοισι, ζωοῖσι, φθιμένοισι μετεῖναι, Ὅμ.· ἀπολ., οὐ γὰρ [[παυσωλή]] γε μετέσσεται, δὲν θὰ ὑπάρξῃ δι’ ἐμὲ [[ἀνάπαυλα]], διακοπὴ πρὸς ἀνάπαυσιν, Ἰλ. Β. 386. ΙΙ. ἀπροσ., μέτεστί μοί τινος, ἔχω [[μέρος]] τινὸς πράγματος, [[μετέχω]] τινὸς ἢ ἔχω ἀξιώσεις ἐπί τινος πράγματος, Διὸς Καρίου ἱρὸν [[ἀρχαῖον]], τοῦ Μυσοῖσι... καὶ Λυδοῖσι μέτεστι Ἡρόδ. 1. 171· καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., ποιηταῖς τε καὶ πεζογράφοις, τί τοῦδέ σοι μέτεστι πράγματος; Αἰσχύλ. Εὐμ. 575· κἀμοὶ πόλεως μ. Σοφ. Ο. Τ. 630, πρβλ. Ἀντ. 1072, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1666-7· - οὕτω μετοχ. οὐδ. ἐν χρήσει ἀπολ., οὐδέν... Αἰολεῦσι μετεὸν τῆς χώρης Ἡρόδ. 9. 54, πρβλ. Θουκ. 1. 28, Πλάτ. Νόμ. 900D, κτλ. 2) [[ἐνίοτε]] τὸ [[μέρος]] προστίθεται κατ’ ὀνομαστ., ὁκόσον δέ μοι [[μέρος]] [τῆς γῆς τῆσδε] μετῆν Ἡρόδ. 6. 107, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1299, Πλάτ. Παρμ. 163C μέτεστι πᾶσι τὸ ἴσον (ἴδε [[ἴσος]] ΙΙ. 2), Θουκ. 2. 37, πρβλ. 5. 47· ἐμοὶ τοὺτων οὐδὲν μ. Πλάτ. Ἀπολ. 19C. 3) μετ’ ἀπαρ., τούτῳ τι μετέσται [[ψεῦδος]] ἀγαπᾶν...; θὰ [[εἶναι]] [[μέρος]] τῆς φύσεως [[αὐτοῦ]] νὰ ἀγαπᾷ τὸ [[ψεῦδος]]; ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 490Β.
|lstext='''μέτειμι''': (εἰμί, sum) εἶμαι [[μεταξύ]], [[μετὰ]] δοτ. πληθ., ἀθανάτοισι, ζωοῖσι, φθιμένοισι μετεῖναι, Ὅμ.· ἀπολ., οὐ γὰρ [[παυσωλή]] γε μετέσσεται, δὲν θὰ ὑπάρξῃ δι’ ἐμὲ [[ἀνάπαυλα]], διακοπὴ πρὸς ἀνάπαυσιν, Ἰλ. Β. 386. ΙΙ. ἀπροσ., μέτεστί μοί τινος, ἔχω [[μέρος]] τινὸς πράγματος, [[μετέχω]] τινὸς ἢ ἔχω ἀξιώσεις ἐπί τινος πράγματος, Διὸς Καρίου ἱρὸν [[ἀρχαῖον]], τοῦ Μυσοῖσι... καὶ Λυδοῖσι μέτεστι Ἡρόδ. 1. 171· καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., ποιηταῖς τε καὶ πεζογράφοις, τί τοῦδέ σοι μέτεστι πράγματος; Αἰσχύλ. Εὐμ. 575· κἀμοὶ πόλεως μ. Σοφ. Ο. Τ. 630, πρβλ. Ἀντ. 1072, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1666-7· - οὕτω μετοχ. οὐδ. ἐν χρήσει ἀπολ., οὐδέν... Αἰολεῦσι μετεὸν τῆς χώρης Ἡρόδ. 9. 54, πρβλ. Θουκ. 1. 28, Πλάτ. Νόμ. 900D, κτλ. 2) [[ἐνίοτε]] τὸ [[μέρος]] προστίθεται κατ’ ὀνομαστ., ὁκόσον δέ μοι [[μέρος]] [τῆς γῆς τῆσδε] μετῆν Ἡρόδ. 6. 107, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1299, Πλάτ. Παρμ. 163C μέτεστι πᾶσι τὸ ἴσον (ἴδε [[ἴσος]] ΙΙ. 2), Θουκ. 2. 37, πρβλ. 5. 47· ἐμοὶ τοὺτων οὐδὲν μ. Πλάτ. Ἀπολ. 19C. 3) μετ’ ἀπαρ., τούτῳ τι μετέσται [[ψεῦδος]] ἀγαπᾶν...; θὰ [[εἶναι]] [[μέρος]] τῆς φύσεως [[αὐτοῦ]] νὰ ἀγαπᾷ τὸ [[ψεῦδος]]; ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 490Β.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>impf.</i> μετῆν, <i>f.</i> μετέσομαι;<br /><b>I.</b> ([[μετά]], entre);<br /><b>1</b> être dans l’intervalle : [[οὐ]] παυσωλὴ μετέσσεται IL il n’y aura pas d’interruption;<br /><b>2</b> être parmi, τινι;<br /><b>II.</b> échoir à qqn pour sa part, lui être attribué, dévolu, permis : μέτεστί [[μοί]] τινος <i>ou</i> μέτεστί [[μοί]] [[τι]], j’ai part à qch ; [[ὡς]] [[οὐ]] μετὸν αὐτοῖς Ἐπιδάμνου THC attendu qu’ils n’ont pas de droit sur Épidamne ; <i>qqf avec un inf.</i> : [[οὐ]] μετῆν αὐτοῖς [[κτανεῖν]] SOPH ils n’avaient pas le droit de tuer.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[εἰμί]].<br /><span class="bld">2</span><i>impf.</i> μετῄειν, <i>f.</i> [[μέτειμι]];<br />aller vers, <i>càd</i> :<br /><b>I.</b> aller à, <i>particul.</i> aller chercher;<br /><b>II.</b> aller à la suite de, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> suivre;<br /><b>2</b> poursuivre, rechercher : σοφίαν XÉN la sagesse ; ὑπατείαν PLUT briguer le consulat ; avec un acc. : θυσίῃσί σφεας μετήϊσαν HDT ils s’efforcèrent par des sacrifices de se les rendre favorables <i>en parl. des vents</i> ; ἕκαστον [[μή]] avec l’inf. THC presser chacun de ne pas faire ; <i>avec idée d’hostilité</i> poursuivre, châtier, punir : τινά, qqn ; δίκας τινά ESCHL poursuivre qqn d’un châtiment;<br /><b>III.</b> passer d’un endroit à un autre, d’une chose à une autre;<br /><i><b>Moy.</b> (part. ao.</i> [[μετεισάμενος]]) passer entre, dans l’intervalle.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[εἶμι]].
}}
}}