3,277,719
edits
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐρωτιάω''': (εὐρὼς) εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[πλήρης]] εὐρῶτος, «μουχλιάζω», φθείρομαι, σήπομαι, [[καταρρέω]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 8, Λουκ. Νεκυομ. 15, κτλ.· [[βίος]] εὐρωτιῶν, ὁ [[βίος]] τοῦ ἀνίπτου καὶ ἀκαθάρτου, [[βίος]] «βουτηγμένος εἰς τὴν βρῶμαν», Ἀριστοφ. Νεφ. 44. | |lstext='''εὐρωτιάω''': (εὐρὼς) εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[πλήρης]] εὐρῶτος, «μουχλιάζω», φθείρομαι, σήπομαι, [[καταρρέω]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 8, Λουκ. Νεκυομ. 15, κτλ.· [[βίος]] εὐρωτιῶν, ὁ [[βίος]] τοῦ ἀνίπτου καὶ ἀκαθάρτου, [[βίος]] «βουτηγμένος εἰς τὴν βρῶμαν», Ἀριστοφ. Νεφ. 44. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />se moisir <i>ou</i> être moisi, gâté, croupir.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρώς]]. | |||
}} | }} |