3,273,773
edits
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐθύνω''': (ῠ): μέλλ. ῠνῶ. (εὐθὺς) = τῷ Ὅμ. [[ἰθύνω]] ([[ὅπερ]] ἀπαντᾷ [[συχνάκις]] ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ἀττ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 773): ὁδηγῶ κατ’ εὐθεῖαν, [[διευθύνω]], οἰωνὸν γνώμῃ στομίων ἄτερ εὐθύνων ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 287· εὐθ ἡνίας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1738· ἅρματα Ἰσοκρ. 9Α· ηὔθυνον ἀμφῆρες [[δόρυ]], διηύθυνον τὸ [[ἀμφοτέρωθεν]] ἐρεσσόμενον [[πλοῖον]], Εὐρ. Κύκλ. 15· εὐθ. πλάταν ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 39· εὐθ. ἀγέλας, ὁδηγεῖν, Ξεν. Κύρ. 1. 1. 2· εὐθ. χερσί, διευθύνειν ὁδηγεῖν αὐτόν, Σοφ. Αἴ. 542· εὐθ. [[πόδα]] Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 728, κτλ. 2) μεταφ., διοικῶ, κυβερνῶ, [[διευθύνω]], Κύρου δὲ [[παῖς]]… ηὔθυνε στρατὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 773· πᾶσαν εὐθύνων πόλιν Σοφ. Ἀντ. 178, πρβλ. 1164, Εὐρ. Ἑκ. 9, Πλάτ. [[Μίνως]] 320D. II. ποιῶ τι εὐθύ, εὐθ. δίκας σκολιάς, διεστραμμένας δίκας διευθετεῖν, ποιεῖν αὐτὰς δικαίας, Σόλων 5. 36· εὐθ. δίκας λαοῖς Πινδ. Π. 4. 273· εὐθ. [[οὖρον]], πέμπειν [[οὔριον]] ἄνεμον, ὁ αὐτ. Ο. 13. 38· εὐθ. ὄλβον ὁ αὐτ. Π. 1. 88· [[ὥσπερ]] [[ξύλον]] διαστρεφόμενον… εὐθ. ἀπειλαῖς καὶ πληγαῖς Πλάτ. Πρωταγ. 325D, πρβλ. 236Ε. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις [[ἀκούω]] λογοδοσίαν (πρβλ. [[εὔθυνα]]), ἐπὶ ἄρχοντος, καλῶ αὐτὸν εἰς λογοδοσίαν, Πλάτ. Πολιτικ. εὐθ. τὰς ἀρχὰς Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 26., 12. 5, κ. ἀλλ. - Παθ., 299Α· ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 18, 6. 2) [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἐγκλήματος, προσκαλῶ τινα [[ὅπως]] δώσῃ εὐθύνας περὶ... τινὰ κλοπῆς Πλουτ. Κικ. 9. -Παθ., τῶν ἀδικημάτων εὐθύνθη Θουκ. 1. 95. 3) [[καθόλου]], [[κατακρίνω]], τὴν Φιλίστου διάλεκτον Πλουτ. Νικ. 1. IV. ἀμετάβ., ὑπηρετῶ ὡς [[εὔθυνος]]. Πλάτ. Νόμ. 946. | |lstext='''εὐθύνω''': (ῠ): μέλλ. ῠνῶ. (εὐθὺς) = τῷ Ὅμ. [[ἰθύνω]] ([[ὅπερ]] ἀπαντᾷ [[συχνάκις]] ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ἀττ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 773): ὁδηγῶ κατ’ εὐθεῖαν, [[διευθύνω]], οἰωνὸν γνώμῃ στομίων ἄτερ εὐθύνων ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 287· εὐθ ἡνίας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1738· ἅρματα Ἰσοκρ. 9Α· ηὔθυνον ἀμφῆρες [[δόρυ]], διηύθυνον τὸ [[ἀμφοτέρωθεν]] ἐρεσσόμενον [[πλοῖον]], Εὐρ. Κύκλ. 15· εὐθ. πλάταν ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 39· εὐθ. ἀγέλας, ὁδηγεῖν, Ξεν. Κύρ. 1. 1. 2· εὐθ. χερσί, διευθύνειν ὁδηγεῖν αὐτόν, Σοφ. Αἴ. 542· εὐθ. [[πόδα]] Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 728, κτλ. 2) μεταφ., διοικῶ, κυβερνῶ, [[διευθύνω]], Κύρου δὲ [[παῖς]]… ηὔθυνε στρατὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 773· πᾶσαν εὐθύνων πόλιν Σοφ. Ἀντ. 178, πρβλ. 1164, Εὐρ. Ἑκ. 9, Πλάτ. [[Μίνως]] 320D. II. ποιῶ τι εὐθύ, εὐθ. δίκας σκολιάς, διεστραμμένας δίκας διευθετεῖν, ποιεῖν αὐτὰς δικαίας, Σόλων 5. 36· εὐθ. δίκας λαοῖς Πινδ. Π. 4. 273· εὐθ. [[οὖρον]], πέμπειν [[οὔριον]] ἄνεμον, ὁ αὐτ. Ο. 13. 38· εὐθ. ὄλβον ὁ αὐτ. Π. 1. 88· [[ὥσπερ]] [[ξύλον]] διαστρεφόμενον… εὐθ. ἀπειλαῖς καὶ πληγαῖς Πλάτ. Πρωταγ. 325D, πρβλ. 236Ε. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις [[ἀκούω]] λογοδοσίαν (πρβλ. [[εὔθυνα]]), ἐπὶ ἄρχοντος, καλῶ αὐτὸν εἰς λογοδοσίαν, Πλάτ. Πολιτικ. εὐθ. τὰς ἀρχὰς Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 26., 12. 5, κ. ἀλλ. - Παθ., 299Α· ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 18, 6. 2) [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἐγκλήματος, προσκαλῶ τινα [[ὅπως]] δώσῃ εὐθύνας περὶ... τινὰ κλοπῆς Πλουτ. Κικ. 9. -Παθ., τῶν ἀδικημάτων εὐθύνθη Θουκ. 1. 95. 3) [[καθόλου]], [[κατακρίνω]], τὴν Φιλίστου διάλεκτον Πλουτ. Νικ. 1. IV. ἀμετάβ., ὑπηρετῶ ὡς [[εὔθυνος]]. Πλάτ. Νόμ. 946. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ηὔθυνον, <i>f.</i> εὐθυνῶ, <i>ao.</i> ηὔθυνα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> diriger : ἅρματα ISOCR des chars ; ἀγέλας XÉN conduire des troupeaux ; <i>fig.</i> στρατόν ESCHL conduire une armée ; πόλιν SOPH gouverner une cité;<br /><b>2</b> redresser, corriger ; censurer, blâmer;<br /><b>3</b> <i>à Athènes</i> vérifier les comptes <i>ou</i> la gestion des magistrats ; traduire en justice : τινα κλοπῆς PLUT qqn pour vol ; τινα [[παρά]] τινι qqn devant un magistrat ; <i>Pass.</i> [[τῶν]] ἀδικημάτων εὐθ. THC être traduit en justice pour ses méfaits.<br />'''Étymologie:''' [[εὔθυνος]]. | |||
}} | }} |