ἀνακαγχάζω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνακαγχάζω''': (ἴδε [[καγχάζω]]), γελῶ [[μετὰ]] καγχασμοῦ, μέγα [[πάνυ]] ἀνακαγχάσας Πλάτ. Εὐθύδ. 300D· ἀνεκάγχασε [[μάλα]] σαρδάνιον Πολ. 337Α.
|lstext='''ἀνακαγχάζω''': (ἴδε [[καγχάζω]]), γελῶ [[μετὰ]] καγχασμοῦ, μέγα [[πάνυ]] ἀνακαγχάσας Πλάτ. Εὐθύδ. 300D· ἀνεκάγχασε [[μάλα]] σαρδάνιον Πολ. 337Α.
}}
{{bailly
|btext=éclater de rire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[καγχάζω]].
}}
}}