λιπαρέω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῑπᾰρέω''': [[[λιπαρής]]]· ‒ [[ἐπιμένω]], [[ἐμμένω]], ἐπὶ ἐπιμόνου ἀντιστάσεως, λιπαρήσομεν οὕτω, [[ὅκως]] ἂν ἔχωμεν Ἡρόδ. 8. 144· οὕτω κατὰ μετοχ., καὶ τοὺς Λυδοὺς [[τέως]] μὲν διάγειν λιπαρέοντας, καὶ ὅτι οἱ Λυδοὶ ἐξηκολούθουν ὑπομένοντες, [[καίπερ]] πιεζόμενοι ὑπὸ τῆς πείνης, 1. 94· ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]] τἀνάπαλιν ὡς ὀρθολεκτ. [[ῥῆμα]] [[μετὰ]] μετοχῆς, λιπαρέετε μένοντες, ἐπιμένετε διατηροῦντες τὴν θέσιν σας, 9. 45· ἐλιπάρεε ἱστορέων, ἐπέμενεν ἐξετάζων, 3. 51· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., τῇ πόσει μὴ λιπάρεε, μὴ ἐξακολούθει νὰ πίνῃς, 5. 19· λ. τῇ ἑταῖρᾳ Διογ. Λ. 666. ΙΙ. ἐπὶ ἐπιμόνου δεήσεως, 1) ἀπολ., [[ἐπιμένω]] δεόμενος, ἐπιμόνως παρακαλῶ, [[καθικετεύω]], [[γίνομαι]] ἐνοχλητικός, λιπαρεόντων δὲ αὐτῶν Ἡρόδ. 1. 86, πρβλ. 2. 42., 9. 111, Αἰσχύλ. Πρ. 520, Πλάτ. Κρατ. 413Β, κτλ.· γενοῦ [[γλίσχρος]] προσαιτῶν λιπαρῶν τε Ἀριστοφ. Ἀχ. 452, πρβλ. Δημ. 580. 27. 2) μετ᾿ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[ἱκετεύω]] τινὰ νὰ πράξῃ τι, Αἰσχύλ. Πρ. 1004· [[ὡσαύτως]], τοῦ με χρείας ὧδε λιπαρεῖς τυχεῖν; τίνα [[χάριν]] τόσον ἐπιμόνως ἱκετεύεις νὰ ἔχῃς παρ᾿ ἐμοῦ; Σοφ. Ο. Τ. 1435· λιπαροῦντι μὲν τυχεῖν, ἐπιμόνως δεομένῳ, ἱκετεύοντι τυχεῖν, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 776· ξυγγενέσθαι… μ᾿ ἐλιπάρει… μάζαις, θερμῶς μὲ παρεκάλει νὰ [[λάβω]] γνωριμίαν τῶν πλακουντίων, Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 7· πρβλ· Ξεν. Οἰκ. 2, 16. 3) μετ᾿ αἰτ., ἐξαιτήσεσθαι τοῦτον καὶ λιπαρήσειν παρ᾿ ὑμῶν Δημ. 581. 17· ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]], λ. βωμούς, ἱκετεύειν ἐπιμόνως…, Πολύβ. 32. 25, 7· ‒ Παθ., θερμῶς ἱκετεύομαι, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 12.
|lstext='''λῑπᾰρέω''': [[[λιπαρής]]]· ‒ [[ἐπιμένω]], [[ἐμμένω]], ἐπὶ ἐπιμόνου ἀντιστάσεως, λιπαρήσομεν οὕτω, [[ὅκως]] ἂν ἔχωμεν Ἡρόδ. 8. 144· οὕτω κατὰ μετοχ., καὶ τοὺς Λυδοὺς [[τέως]] μὲν διάγειν λιπαρέοντας, καὶ ὅτι οἱ Λυδοὶ ἐξηκολούθουν ὑπομένοντες, [[καίπερ]] πιεζόμενοι ὑπὸ τῆς πείνης, 1. 94· ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]] τἀνάπαλιν ὡς ὀρθολεκτ. [[ῥῆμα]] [[μετὰ]] μετοχῆς, λιπαρέετε μένοντες, ἐπιμένετε διατηροῦντες τὴν θέσιν σας, 9. 45· ἐλιπάρεε ἱστορέων, ἐπέμενεν ἐξετάζων, 3. 51· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., τῇ πόσει μὴ λιπάρεε, μὴ ἐξακολούθει νὰ πίνῃς, 5. 19· λ. τῇ ἑταῖρᾳ Διογ. Λ. 666. ΙΙ. ἐπὶ ἐπιμόνου δεήσεως, 1) ἀπολ., [[ἐπιμένω]] δεόμενος, ἐπιμόνως παρακαλῶ, [[καθικετεύω]], [[γίνομαι]] ἐνοχλητικός, λιπαρεόντων δὲ αὐτῶν Ἡρόδ. 1. 86, πρβλ. 2. 42., 9. 111, Αἰσχύλ. Πρ. 520, Πλάτ. Κρατ. 413Β, κτλ.· γενοῦ [[γλίσχρος]] προσαιτῶν λιπαρῶν τε Ἀριστοφ. Ἀχ. 452, πρβλ. Δημ. 580. 27. 2) μετ᾿ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[ἱκετεύω]] τινὰ νὰ πράξῃ τι, Αἰσχύλ. Πρ. 1004· [[ὡσαύτως]], τοῦ με χρείας ὧδε λιπαρεῖς τυχεῖν; τίνα [[χάριν]] τόσον ἐπιμόνως ἱκετεύεις νὰ ἔχῃς παρ᾿ ἐμοῦ; Σοφ. Ο. Τ. 1435· λιπαροῦντι μὲν τυχεῖν, ἐπιμόνως δεομένῳ, ἱκετεύοντι τυχεῖν, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 776· ξυγγενέσθαι… μ᾿ ἐλιπάρει… μάζαις, θερμῶς μὲ παρεκάλει νὰ [[λάβω]] γνωριμίαν τῶν πλακουντίων, Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 7· πρβλ· Ξεν. Οἰκ. 2, 16. 3) μετ᾿ αἰτ., ἐξαιτήσεσθαι τοῦτον καὶ λιπαρήσειν παρ᾿ ὑμῶν Δημ. 581. 17· ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]], λ. βωμούς, ἱκετεύειν ἐπιμόνως…, Πολύβ. 32. 25, 7· ‒ Παθ., θερμῶς ἱκετεύομαι, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 12.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> s’attacher à, insister, persister : [[τῇ]] πόσι HDT persister à boire ; avec un part. : ἐλιπάρεε ἱστορέων HDT il persistait à interroger;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> prier avec insistance, supplier d’une manière pressante ; avec un inf. : ὅσα [[λιπαρεῖς]] παρ’ [[ἐμοῦ]] μανθάνειν XÉN tout ce que tu cherches à savoir de moi avec tant d’insistance ; <i>Pass.</i> λιπαρεῖσθαι [[ὑπό]] τινος XÉN être obsédé par qqn.<br />'''Étymologie:''' [[λιπαρής]].
}}
}}