ἐπήβολος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπήβολος''': -ον, ὁ, [[κάτοχος]], [[κύριος]], [[μετὰ]] γεν., οὐ… νηὸς [[ἐπήβολος]] οὐδ’ ἐρετάων [[γίγνομαι]] Ὀδ. Β. 319· τουτέων [[ἐπήβολος]] γενόμενος Ἡρόδ. 5. 94· τούτων τῶν θεῶν ἐπηβόλους ἐόντας ὁ αὐτ. 8. 111· τερπνῆς… τῆσδ’ ἐπ. νόσου Αἰσχύλ. Ἀγ. 542· ἐπ. φρενῶν, Λατ. compos mentis, ὁ αὐτ. Πρ. 444, Σοφ. Ἀντ. 492· ἐπιστήμης, παιδείας ἐπ. Πλάτ. Εὐθύδ. 289Β, Νόμ. 742Β· οὐκ ἐπήβολοι γεγόνατε τῆς καλλίστης ᾠδῆς [[αὐτόθι]] 666D· μετ’ ἀπαρ., ἐπιδέξιος, κλέψαι ἐπηβολώτατος Πλουτ. Ἄρατ. 10. 2) ἁρμόζων, [[πρέπων]], γυναιξὶν [[πόνος]]… ἐπάβολος Θεόκρ. 28. 2· ἠέ τι καὶ κλήροισιν ἐπήβολα, «[[ἤγουν]] μέτοχα τοῖς ἡμετέροις χωρίοις... οἱονεὶ τὰ ἡμέτερα» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 232. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ φθάσῃ ἢ κερδήσῃ, [[ἐπήβολος]] ἅρματι [[νύσσα]] Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1272. (Ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (Πρόσθ.) 4303a. 20, φέρεται ἐφήβολος:- ἴδε Ruhnk. Τίμ., Blomf. Αἰσχύλ. Πρ. 453, Λοβ. Φρύν. 699).- Περὶ τῆς λέξεως ταύτης καὶ τῶν μετ’ αὐτῆς συνθέτων ἴδε Γλωσσ. Παρατηρήσεις Κόντου ἐν σ. 190 § 72.
|lstext='''ἐπήβολος''': -ον, ὁ, [[κάτοχος]], [[κύριος]], [[μετὰ]] γεν., οὐ… νηὸς [[ἐπήβολος]] οὐδ’ ἐρετάων [[γίγνομαι]] Ὀδ. Β. 319· τουτέων [[ἐπήβολος]] γενόμενος Ἡρόδ. 5. 94· τούτων τῶν θεῶν ἐπηβόλους ἐόντας ὁ αὐτ. 8. 111· τερπνῆς… τῆσδ’ ἐπ. νόσου Αἰσχύλ. Ἀγ. 542· ἐπ. φρενῶν, Λατ. compos mentis, ὁ αὐτ. Πρ. 444, Σοφ. Ἀντ. 492· ἐπιστήμης, παιδείας ἐπ. Πλάτ. Εὐθύδ. 289Β, Νόμ. 742Β· οὐκ ἐπήβολοι γεγόνατε τῆς καλλίστης ᾠδῆς [[αὐτόθι]] 666D· μετ’ ἀπαρ., ἐπιδέξιος, κλέψαι ἐπηβολώτατος Πλουτ. Ἄρατ. 10. 2) ἁρμόζων, [[πρέπων]], γυναιξὶν [[πόνος]]… ἐπάβολος Θεόκρ. 28. 2· ἠέ τι καὶ κλήροισιν ἐπήβολα, «[[ἤγουν]] μέτοχα τοῖς ἡμετέροις χωρίοις... οἱονεὶ τὰ ἡμέτερα» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 232. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ φθάσῃ ἢ κερδήσῃ, [[ἐπήβολος]] ἅρματι [[νύσσα]] Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1272. (Ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (Πρόσθ.) 4303a. 20, φέρεται ἐφήβολος:- ἴδε Ruhnk. Τίμ., Blomf. Αἰσχύλ. Πρ. 453, Λοβ. Φρύν. 699).- Περὶ τῆς λέξεως ταύτης καὶ τῶν μετ’ αὐτῆς συνθέτων ἴδε Γλωσσ. Παρατηρήσεις Κόντου ἐν σ. 190 § 72.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui atteint le but, qui parvient à, qui obtient, qui possède, gén. ; [[ἐπήβολος]] φρενῶν maître de sa raison ; [[ἐπήβολος]] avec l’inf. qui parvient à faire, apte à faire qch;<br /><b>2</b> atteint par, gén..<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἐπί]], [[βάλλω]].
}}
}}