γονόρροιος: Difference between revisions

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
(6_18)
 
(big3_10)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''γονόρροιος''': -ον, ὁ πάσχων γονόρροιαν, Ἰώσηπ. Π. Ι. 6. 9, 3.
|lstext='''γονόρροιος''': -ον, ὁ πάσχων γονόρροιαν, Ἰώσηπ. Π. Ι. 6. 9, 3.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[aquejado de gonorrea]] subst. γονορροίοις ... καὶ λεπροῖς ἡ πόλις ὅλη ... ἀπεκέκλειστο I.<i>BI</i> 5.227.
}}
}}

Revision as of 11:58, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

γονόρροιος: -ον, ὁ πάσχων γονόρροιαν, Ἰώσηπ. Π. Ι. 6. 9, 3.

Spanish (DGE)

-ον
aquejado de gonorrea subst. γονορροίοις ... καὶ λεπροῖς ἡ πόλις ὅλη ... ἀπεκέκλειστο I.BI 5.227.