ἀμφισβήτητος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφισβήτητος''': -ον, διαφιλονεικούμενος, ὑποκείμενος εἰς ἀμφισβήτησιν, γῆ Θουκ. 6. 6.
|lstext='''ἀμφισβήτητος''': -ον, διαφιλονεικούμενος, ὑποκείμενος εἰς ἀμφισβήτησιν, γῆ Θουκ. 6. 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />contesté, disputé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἀμφισβητέω]].
}}
}}