3,274,131
edits
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσλαμβάνω''': μέλλ. -ήψομαι, ἀόρ. προσέλᾰβον· πρκμ. -λελάβηκα Εὐστ. παρὰ Στοβ. 369. 54. Λαμβάνω [[προσέτι]] ἢ ἐπὶ πλέον, [[ὄψον]] ἐσθίων ἄρτον προσέλαβε Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 4· πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα [κακὰ] Αἰσχύλ. Πρ. 321· τὸ ἀναίσχυντον τῇ συμφορᾷ Εὐρ. Ι. Α. 1145· πρ. αἰσχύνην Θουκ. 5. 111, πρβλ. Ἀνδοκ. 26. 25· δόξαν γελοίαν ἑαυτῷ Ξεν. Συμπ. 4. 8· [[ἄλλην]] εὔκλειαν πρὸς ἐκείνοις ὁ αὐτ. ἐν Αν. 7. 6, 32· μισθὸν [[αὐτόθι]] 7. 3, 13· λόγον τῇ δόξῃ Πλάτ. Θεαίτ. 207C· δωρεὰς Δημ. 386, ἐν τέλει· παιδείαν ὁ αὐτ. 1413, ἐν τέλ.· πρ. τοὺς καιρούς, ὠφελοῦμαι ἐκ…, Πλάτ. Φαῖδρ. 272Α· τὴν ἑκάστων ἄνοιαν Δημ. 20. 7· ― ἀπολ., προσκτῶμαι, προσλαμβάνειν δὲ δεῖ καθ’ ἡμέραν ἀεί, ἕως ἂν ἐξῇ μανθάνειν βελτίονα Σοφ. Ἀποσπ. 779· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Μήδ. 988, Θουκ. 6. 18, Πλάτ. Πολ. 556Ε. ― Παθ., προστίθεμαι εἴς τι, [[συνδέομαι]] στενῶς, προσάπτομαι, δεσμοῖς Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 9, 6, πρβλ. 3. 7, 9, περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 17· τὸ προσειλημμένον, τὸ κτηθέν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀπολειπόμενον, Πλούτ. 2. 77C· ἀλλ’ ἐν τῇ μουσικῇ, ὁ προσλαμβανόμενος [[[τόνος]]], ὁ [[τόνος]] ὁ βαρύτερος τῆς ὑπάτης, [[αὐτόθι]], 1028F ἑξ.· ἴδε Chappell Anc. Mus. σελ. 97, 104. 2) μετ’ αἰτιατ. προσ., [[λαμβάνω]] μετ’ ἐμοῦ, [[λαμβάνω]] ὡς βοηθὸν ἢ ἑταῖρον, [[κῆδος]] καινὸν καὶ ξυνασπιστὰς φίλους Σοφ. Ο. Κ. 378, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 217, Εὐρ. Μήδ. 885, Ἱππ. 1011· πρ. ἱππέας καὶ πελταστὰς Ξεν. Κύρ. 1. 4, 16· πόλεις τὰς μὲν βίᾳ τὰς δ’ ἐκούσας Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 1· πρ. τινὰς τῶν πολιτῶν Δημ. 194. 13· τὸν δῆμον Ἀ:ριστ. Πολ. 5. 10, 32· πρ. ἀδελφοὺς τοῖς παισί, ἐκ δευτέρου γάμου, Ξεν. Λακ. 1. 9· ― [[μετὰ]] δευτέρας αἰτ., πρ. τινὰ σύμμαχον ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 6, 27, πρβλ. Λυσί. 176. 42· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, προσλαβέσθαι πόλιν Πολύβ. 1. 37, 5· μισθοφόρους Πλουτ. Πελοπ. 27· προσλαβέσθαι γνώμην τινὸς Πολύβ. 3. 70, 2. 3) ἐν τῇ λογικῇ, [[παραδέχομαι]] [[προσέτι]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 12, 9 ― Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ, Προτ. 2. 6, 3, 7. 3. ΙΙ. ὡς τὸ [[συλλαμβάνω]], «πιάνω», τινα, Σοφ. Τρ. 1024· στερεώνω, [[σφίγγω]], καταδεῖν καὶ προσλαμβάνειν ([[ἔνθα]] νῦν περιλαμβάνειν) Θεοφρ. περὶ τὰ Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 2, πρβλ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, ἐν τέλει· προσλαβὼν τὸν ἀγωγέα βραχύτερον, «τὸν τοῦ ἵππου ἱμάντα, ᾧ ἐφέλκεται καὶ ἐπάγεται» Α. Β. 22, 21, ποιήσας αὐτὸν βραχύτερον, Στράττις ἐν Χρυσίππῳ» 1· μεταφορ., διὸ δὴ καὶ ἐμὲ τῆς ἀποκρίσεως ὑμῖν δίκαιον τὰ νῦν προσλαμβάνειν, νά με βοηθῄσητε πρὸς εὕρεσιν ἀποκρίσεως, Πλάτ. Νόμ. 897D· ― Μέσ., πιάνω, κρατῶ τινα ἔκ τινος μέρους, [[μετὰ]] γεν., λάβεσθε τοῦ σκέλους· [[παπαῖ]], προσλάβεσθ’ ὦ φίλοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 1215 κἑξ., Λυσ. 202, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 556Ε. 2) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ὁμοίως, πρ. τινος, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἴς τι [[ἔργον]], εἶμαι [[συνεργός]], Ξεν. Ἀν. 2. 3, 11 καὶ 12· προσελάβετο τοῦ πάθεος, ἦτο ἐν μέρει [[συναίτιος]] τοῦ παθήματος, Ἡρόδ. 8. 90 (Βεκκῆρ. προσεβάλετο)· πρ. τινι, βοηθῶ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 9. | |lstext='''προσλαμβάνω''': μέλλ. -ήψομαι, ἀόρ. προσέλᾰβον· πρκμ. -λελάβηκα Εὐστ. παρὰ Στοβ. 369. 54. Λαμβάνω [[προσέτι]] ἢ ἐπὶ πλέον, [[ὄψον]] ἐσθίων ἄρτον προσέλαβε Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 4· πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα [κακὰ] Αἰσχύλ. Πρ. 321· τὸ ἀναίσχυντον τῇ συμφορᾷ Εὐρ. Ι. Α. 1145· πρ. αἰσχύνην Θουκ. 5. 111, πρβλ. Ἀνδοκ. 26. 25· δόξαν γελοίαν ἑαυτῷ Ξεν. Συμπ. 4. 8· [[ἄλλην]] εὔκλειαν πρὸς ἐκείνοις ὁ αὐτ. ἐν Αν. 7. 6, 32· μισθὸν [[αὐτόθι]] 7. 3, 13· λόγον τῇ δόξῃ Πλάτ. Θεαίτ. 207C· δωρεὰς Δημ. 386, ἐν τέλει· παιδείαν ὁ αὐτ. 1413, ἐν τέλ.· πρ. τοὺς καιρούς, ὠφελοῦμαι ἐκ…, Πλάτ. Φαῖδρ. 272Α· τὴν ἑκάστων ἄνοιαν Δημ. 20. 7· ― ἀπολ., προσκτῶμαι, προσλαμβάνειν δὲ δεῖ καθ’ ἡμέραν ἀεί, ἕως ἂν ἐξῇ μανθάνειν βελτίονα Σοφ. Ἀποσπ. 779· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Μήδ. 988, Θουκ. 6. 18, Πλάτ. Πολ. 556Ε. ― Παθ., προστίθεμαι εἴς τι, [[συνδέομαι]] στενῶς, προσάπτομαι, δεσμοῖς Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 9, 6, πρβλ. 3. 7, 9, περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 17· τὸ προσειλημμένον, τὸ κτηθέν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀπολειπόμενον, Πλούτ. 2. 77C· ἀλλ’ ἐν τῇ μουσικῇ, ὁ προσλαμβανόμενος [[[τόνος]]], ὁ [[τόνος]] ὁ βαρύτερος τῆς ὑπάτης, [[αὐτόθι]], 1028F ἑξ.· ἴδε Chappell Anc. Mus. σελ. 97, 104. 2) μετ’ αἰτιατ. προσ., [[λαμβάνω]] μετ’ ἐμοῦ, [[λαμβάνω]] ὡς βοηθὸν ἢ ἑταῖρον, [[κῆδος]] καινὸν καὶ ξυνασπιστὰς φίλους Σοφ. Ο. Κ. 378, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 217, Εὐρ. Μήδ. 885, Ἱππ. 1011· πρ. ἱππέας καὶ πελταστὰς Ξεν. Κύρ. 1. 4, 16· πόλεις τὰς μὲν βίᾳ τὰς δ’ ἐκούσας Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 1· πρ. τινὰς τῶν πολιτῶν Δημ. 194. 13· τὸν δῆμον Ἀ:ριστ. Πολ. 5. 10, 32· πρ. ἀδελφοὺς τοῖς παισί, ἐκ δευτέρου γάμου, Ξεν. Λακ. 1. 9· ― [[μετὰ]] δευτέρας αἰτ., πρ. τινὰ σύμμαχον ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 6, 27, πρβλ. Λυσί. 176. 42· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, προσλαβέσθαι πόλιν Πολύβ. 1. 37, 5· μισθοφόρους Πλουτ. Πελοπ. 27· προσλαβέσθαι γνώμην τινὸς Πολύβ. 3. 70, 2. 3) ἐν τῇ λογικῇ, [[παραδέχομαι]] [[προσέτι]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 12, 9 ― Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ, Προτ. 2. 6, 3, 7. 3. ΙΙ. ὡς τὸ [[συλλαμβάνω]], «πιάνω», τινα, Σοφ. Τρ. 1024· στερεώνω, [[σφίγγω]], καταδεῖν καὶ προσλαμβάνειν ([[ἔνθα]] νῦν περιλαμβάνειν) Θεοφρ. περὶ τὰ Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 2, πρβλ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, ἐν τέλει· προσλαβὼν τὸν ἀγωγέα βραχύτερον, «τὸν τοῦ ἵππου ἱμάντα, ᾧ ἐφέλκεται καὶ ἐπάγεται» Α. Β. 22, 21, ποιήσας αὐτὸν βραχύτερον, Στράττις ἐν Χρυσίππῳ» 1· μεταφορ., διὸ δὴ καὶ ἐμὲ τῆς ἀποκρίσεως ὑμῖν δίκαιον τὰ νῦν προσλαμβάνειν, νά με βοηθῄσητε πρὸς εὕρεσιν ἀποκρίσεως, Πλάτ. Νόμ. 897D· ― Μέσ., πιάνω, κρατῶ τινα ἔκ τινος μέρους, [[μετὰ]] γεν., λάβεσθε τοῦ σκέλους· [[παπαῖ]], προσλάβεσθ’ ὦ φίλοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 1215 κἑξ., Λυσ. 202, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 556Ε. 2) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ὁμοίως, πρ. τινος, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἴς τι [[ἔργον]], εἶμαι [[συνεργός]], Ξεν. Ἀν. 2. 3, 11 καὶ 12· προσελάβετο τοῦ πάθεος, ἦτο ἐν μέρει [[συναίτιος]] τοῦ παθήματος, Ἡρόδ. 8. 90 (Βεκκῆρ. προσεβάλετο)· πρ. τινι, βοηθῶ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> προσλήψομαι, <i>ao.2</i> προσέλαβον, <i>pf.</i> προσείληφα;<br /><b>I.</b> prendre en outre : [[ὄψον]] XÉN un aliment (avec son pain) ; <i>fig.</i> αἰσχύνην αἰσχίω THC s’attirer une plus grande honte;<br /><b>II.</b> prendre en attirant à soi :<br /><b>1</b> prendre avec soi, emmener avec soi, acc.;<br /><b>2</b> attirer à soi, se concilier, acc. ; <i>avec idée de violence</i> soumettre, conquérir, acc.;<br /><b>3</b> prendre sous sa protection, aider, assister, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσλαμβάνομαι prendre une part de : τινος prendre part à une entreprise, s’y associer ; <i>abs.</i> venir en aide, assister.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[λαμβάνω]]. | |||
}} | }} |