χατίζω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰτίζω''': μέλλ. -ίσω, ὡς τὸ [[χατέω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., ἔχω χρείαν τινός, χρειάζομαι, [[θέλω]] τι, ζητῶ θερμῶς, [[μετὰ]] γεν. πράγμ., νόστοιο χατίζων, «χρῄζων, δεόμενος» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 156· μᾶλα περ νόστοιο χατίζων Λ. 350, πρβλ. Ἰλ. Β. 225· [[μετὰ]] γεν. προσ., [[Θέτις]] νύ τι [[σεῖο]] χ. Σ. 392· ἑρμηνέων χ. Πινδ. Ο. 2. 154· οὐ σοῦ Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 465· - καὶ ἀπολ., οὐδὲ χατίζων, οὐδ’ ἔχων ἀνάγκην [τινὸς πράγματος], Ὀδ. Χ. 351, Ἰλ. Ρ. 221· χατίζων, ὁ ἐν ἀνάγκῃ εὑρισκόμενος, στερούμενος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 392. 2) ἔργοιο χατίζων, «[[ἤγουν]] ἐνδεὴς ὢν ἔργου» (Μοσχόπουλ.) [[αὐτόθι]] 21. - Τὸ μέσ. ἢ παθ. ἐγένετο κοινῶς δεκτὸν εἰς τὸ κείμενον τοῦ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 304 κατὰ τὸν Heath καὶ Πόρσ., μὴ χατίζεσθαι ἀντὶ μὴ χαρίζεσθαι· ὁ Franz μὴ χρονίζεσθαι· ὁ Wellauer μη χαρίζεσθαι· ὁ Margoliouth μηχανήσασθαι.
|lstext='''χᾰτίζω''': μέλλ. -ίσω, ὡς τὸ [[χατέω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., ἔχω χρείαν τινός, χρειάζομαι, [[θέλω]] τι, ζητῶ θερμῶς, [[μετὰ]] γεν. πράγμ., νόστοιο χατίζων, «χρῄζων, δεόμενος» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 156· μᾶλα περ νόστοιο χατίζων Λ. 350, πρβλ. Ἰλ. Β. 225· [[μετὰ]] γεν. προσ., [[Θέτις]] νύ τι [[σεῖο]] χ. Σ. 392· ἑρμηνέων χ. Πινδ. Ο. 2. 154· οὐ σοῦ Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 465· - καὶ ἀπολ., οὐδὲ χατίζων, οὐδ’ ἔχων ἀνάγκην [τινὸς πράγματος], Ὀδ. Χ. 351, Ἰλ. Ρ. 221· χατίζων, ὁ ἐν ἀνάγκῃ εὑρισκόμενος, στερούμενος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 392. 2) ἔργοιο χατίζων, «[[ἤγουν]] ἐνδεὴς ὢν ἔργου» (Μοσχόπουλ.) [[αὐτόθι]] 21. - Τὸ μέσ. ἢ παθ. ἐγένετο κοινῶς δεκτὸν εἰς τὸ κείμενον τοῦ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 304 κατὰ τὸν Heath καὶ Πόρσ., μὴ χατίζεσθαι ἀντὶ μὴ χαρίζεσθαι· ὁ Franz μὴ χρονίζεσθαι· ὁ Wellauer μη χαρίζεσθαι· ὁ Margoliouth μηχανήσασθαι.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> désirer vivement, gén.;<br /><b>2</b> avoir besoin de, gén. ; <i>abs.</i> être dans le besoin.<br />'''Étymologie:''' [[χατέω]].
}}
}}