3,274,903
edits
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στοργή''': ἡ, ([[στέργω]]) [[ἀγάπη]] θερμή, [[μάλιστα]] ἐκ μέρους τῶν γονέων πρὸς τὰ τέκνα, Ἐμπεδ. 380, Ἀντιφῶν ἐν τοῖς Α. Β. 78· ἡδύ γε [[πατήρ]] τέκνοισιν, εἰ στοργήν ἔχει Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 108· γονέων πρὸς ἔκγονα στ. Πλούτ. 2. 1100D· ἐν τῷ πληθ., Μανέθων 4. 378, κτλ. 2) σπανίως ἐπὶ σαρκικῆς ἐπιθυμίας ἢ ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 5. 166, 191., 7. 476. -Πρβλ. [[στέργω]], [[φιλόστοργος]], -έω, -ία. | |lstext='''στοργή''': ἡ, ([[στέργω]]) [[ἀγάπη]] θερμή, [[μάλιστα]] ἐκ μέρους τῶν γονέων πρὸς τὰ τέκνα, Ἐμπεδ. 380, Ἀντιφῶν ἐν τοῖς Α. Β. 78· ἡδύ γε [[πατήρ]] τέκνοισιν, εἰ στοργήν ἔχει Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 108· γονέων πρὸς ἔκγονα στ. Πλούτ. 2. 1100D· ἐν τῷ πληθ., Μανέθων 4. 378, κτλ. 2) σπανίως ἐπὶ σαρκικῆς ἐπιθυμίας ἢ ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 5. 166, 191., 7. 476. -Πρβλ. [[στέργω]], [[φιλόστοργος]], -έω, -ία. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />tendresse, <i>particul.</i> tendresse paternelle <i>ou</i> filiale.<br />'''Étymologie:''' [[στέργω]]. | |||
}} | }} |