πῶμα: Difference between revisions

569 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῶμα''': τό, [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]], φαρέτρης Ἰλ. Δ. 116, Ὀδ. Ι. 314· χηλοῦ Ἰλ. Π. 221, Ὀδ. Θ. 443· πίθου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 94. 98· κάδου Ἀρχίλ. 4· σιδηροῦν Πολύβ. 22. 11, 16· ἔχει ἡ [[ἀρτηρία]] (ὁ [[λάρυγξ]]) [[οἷον]] π. τὴν ἐπιγλωττίδα Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 11, 4, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 34 κ. ἀλλ.· π. τῆς θύρας τοῦ ἄντρου, ὁ [[λίθος]] [[ὅστις]] ἔφραττε τὴν εἴσοδον, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 2. 2. (Ἄγνωστος ἡ [[ἐτυμολογία]]).
|lstext='''πῶμα''': τό, [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]], φαρέτρης Ἰλ. Δ. 116, Ὀδ. Ι. 314· χηλοῦ Ἰλ. Π. 221, Ὀδ. Θ. 443· πίθου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 94. 98· κάδου Ἀρχίλ. 4· σιδηροῦν Πολύβ. 22. 11, 16· ἔχει ἡ [[ἀρτηρία]] (ὁ [[λάρυγξ]]) [[οἷον]] π. τὴν ἐπιγλωττίδα Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 11, 4, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 34 κ. ἀλλ.· π. τῆς θύρας τοῦ ἄντρου, ὁ [[λίθος]] [[ὅστις]] ἔφραττε τὴν εἴσοδον, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 2. 2. (Ἄγνωστος ἡ [[ἐτυμολογία]]).
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ατος (τό) :<br /><b>I.</b> couvercle :<br /><b>1</b> couvercle de vase <i>ou</i> de tonneau;<br /><b>2</b> couvercle de carquois;<br /><b>3</b> couvercle de coffre, de trappe;<br /><b>II.</b> pierre qui bouche l’entrée d’un antre.<br />'''Étymologie:''' R. Πω, couvrir.<br /><span class="bld">2</span>ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qu’on boit, boisson, potion;<br /><b>2</b> eau potable.<br />'''Étymologie:''' R. Πο, boire ; v. [[πίνω]] pf. [[πέπωκα]], <i>lat.</i> potus, poculum, etc.
}}
}}