3,254,072
edits
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σεῖστρον''': τό, ([[σείω]]) ὄργανόν τί κρότον παράγον, οὗ ἐγίνετο [[χρῆσις]] ἐν τῇ λατρείᾳ τῆς Ἴσιδος, περιγράφεται δέ ὑπό τοῦ Πλουτ. (περὶ Ἴσιδος 63) 2. 376C κἑξ. πρβλ. Φιλόστρ. 769· τὸ Λατιν. sistrum [[εἶναι]] συχνόν, ἴδε τὰ Λατ. Λεξικά 2) [[παιγνίδιον]] παιδίων Ἰω. Χρυσ. II [[χαμαιτυπεῖον]], [[πορνεῖον]], Σωκρ. Ἑκκλ. Ἱστ. 5. 18. | |lstext='''σεῖστρον''': τό, ([[σείω]]) ὄργανόν τί κρότον παράγον, οὗ ἐγίνετο [[χρῆσις]] ἐν τῇ λατρείᾳ τῆς Ἴσιδος, περιγράφεται δέ ὑπό τοῦ Πλουτ. (περὶ Ἴσιδος 63) 2. 376C κἑξ. πρβλ. Φιλόστρ. 769· τὸ Λατιν. sistrum [[εἶναι]] συχνόν, ἴδε τὰ Λατ. Λεξικά 2) [[παιγνίδιον]] παιδίων Ἰω. Χρυσ. II [[χαμαιτυπεῖον]], [[πορνεῖον]], Σωκρ. Ἑκκλ. Ἱστ. 5. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />sistre, sorte de crécelle dont on se servait aux fêtes d’Isis, en Égypte.<br />'''Étymologie:''' [[σείω]]. | |||
}} | }} |