Anonymous

ἀρνίον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρνίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἀρνός]], μικρὸς κριός, [[ἀμνός]], Λυσ. 906. 2, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15Α. ΙΙ. δορὰ ἀρνίου, Λουκ. Περὶ Ὀρχ. 43.
|lstext='''ἀρνίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἀρνός]], μικρὸς κριός, [[ἀμνός]], Λυσ. 906. 2, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15Α. ΙΙ. δορὰ ἀρνίου, Λουκ. Περὶ Ὀρχ. 43.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> jeune agneau, <i>animal</i>;<br /><b>2</b> peau d’agneau, toison.<br />'''Étymologie:''' [[ἀρνός]]².
}}
}}