ὀλιγοπόλιος: Difference between revisions

28
(6_17)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλῐγοπόλιος''': -ον, ὁ ἔχων ἀραιὰν καὶ πολιὰν κόμην, Ἡσύχ. ἐν λ. σπανιοπόλιος.
|lstext='''ὀλῐγοπόλιος''': -ον, ὁ ἔχων ἀραιὰν καὶ πολιὰν κόμην, Ἡσύχ. ἐν λ. σπανιοπόλιος.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀλιγοπόλιος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αραιά γκρίζα μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[πολιός]] «[[γκρίζος]]»].
}}
}}