3,274,133
edits
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρύθημα''': τό, (ἐρῠθαίνω) [[ἐρυθρότης]], «κοκκινάδα» ἐπὶ τοῦ δέρματος, Ἱππ. Ἀφορ. 1260, Θουκ. 2. 49˙ ἐρ. προσώπου, τὸ [[κυρίως]] προερχόμενον ἐξ αἰδοῦς, κοκκίνισμα, Εὐρ. Φοιν. 1488, πρβλ. Ἱππ. 397: - ἀπολ., [[ἐρυθρότης]], κοκκινάδα, Ξεν. Κύρ. 5, 18˙ «αἰδὼς δ’ ἐπερρύθμιζεν ἠπιώτατον [[ἐρύθημα]] λαμπρῷ προστιθεῖσα χρώματι» Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608D. | |lstext='''ἐρύθημα''': τό, (ἐρῠθαίνω) [[ἐρυθρότης]], «κοκκινάδα» ἐπὶ τοῦ δέρματος, Ἱππ. Ἀφορ. 1260, Θουκ. 2. 49˙ ἐρ. προσώπου, τὸ [[κυρίως]] προερχόμενον ἐξ αἰδοῦς, κοκκίνισμα, Εὐρ. Φοιν. 1488, πρβλ. Ἱππ. 397: - ἀπολ., [[ἐρυθρότης]], κοκκινάδα, Ξεν. Κύρ. 5, 18˙ «αἰδὼς δ’ ἐπερρύθμιζεν ἠπιώτατον [[ἐρύθημα]] λαμπρῷ προστιθεῖσα χρώματι» Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> rougeur de la peau, du visage;<br /><b>2</b> rougeur maladive, inflammation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρυθαίνω]]. | |||
}} | }} |