μεγαλοκίνδυνος: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(6_17) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλοκίνδῡνος''': -ον, ὁ ἐπιχειρῶν μεγάλα καὶ ἐπικίνδυνα πράγματα, [[ῥιψοκίνδυνος]], ὁ εἰς μεγάλους περιπίπτων κινδύνους, ἀντίθετ. τῷ [[μικροκίνδυνος]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 23. | |lstext='''μεγᾰλοκίνδῡνος''': -ον, ὁ ἐπιχειρῶν μεγάλα καὶ ἐπικίνδυνα πράγματα, [[ῥιψοκίνδυνος]], ὁ εἰς μεγάλους περιπίπτων κινδύνους, ἀντίθετ. τῷ [[μικροκίνδυνος]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui s’expose à de grands dangers.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[κίνδυνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A braving great dangers, adventurous, opp. μικροκίνδυνος, Arist.EN1124b8.
German (Pape)
[Seite 106] sich in große Gefahren begebend, große u. gefährliche Dinge unternehmend, Ggstz von μικροκίνδυνος, Arist. Eth. 4, 3.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοκίνδῡνος: -ον, ὁ ἐπιχειρῶν μεγάλα καὶ ἐπικίνδυνα πράγματα, ῥιψοκίνδυνος, ὁ εἰς μεγάλους περιπίπτων κινδύνους, ἀντίθετ. τῷ μικροκίνδυνος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’expose à de grands dangers.
Étymologie: μέγας, κίνδυνος.