πολυαμάρτητος: Difference between revisions

33
(6_17)
(33)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυαμάρτητος''': -ον, ὁ εἰς πολλὰς ἁμαρτίας ὑποπεσών, [[σφόδρα]] [[ἁμαρτωλός]], Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. σ. 271, κλπ.
|lstext='''πολυαμάρτητος''': -ον, ὁ εἰς πολλὰς ἁμαρτίας ὑποπεσών, [[σφόδρα]] [[ἁμαρτωλός]], Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. σ. 271, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που υπέπεσε σε πολλές αμαρτίες, ο πολύ [[αμαρτωλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἁμαρτάνω]] (<b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-<i>αμάρτητος</i>, <i>δυσ</i>-<i>αμάρτητος</i>)].
}}
}}