εὐκατέργαστος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐκατέργαστος''': -ον, ὃν εὐκόλως καταργάζεταί τις, [[χώρα]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 7, 3· ἔρια Γαλην. τ. 12. σ. 226F· ἐπὶ τροφῆς, [[εὔπεπτος]], εὐκολοχώνευτος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 6. 2) εὐχερῶς κατορθούμενος, Δημ. 1464. 65, Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 29· εὐκατεργαστότερόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Ἑλλην. 6. 1, 12. 3) [[εὐκατάβλητος]], [[εὐκαταμάχητος]], Διον. Ἁλ. 3, 20, Πλουτ. Πύρρ. 19.
|lstext='''εὐκατέργαστος''': -ον, ὃν εὐκόλως καταργάζεταί τις, [[χώρα]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 7, 3· ἔρια Γαλην. τ. 12. σ. 226F· ἐπὶ τροφῆς, [[εὔπεπτος]], εὐκολοχώνευτος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 6. 2) εὐχερῶς κατορθούμενος, Δημ. 1464. 65, Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 29· εὐκατεργαστότερόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Ἑλλην. 6. 1, 12. 3) [[εὐκατάβλητος]], [[εὐκαταμάχητος]], Διον. Ἁλ. 3, 20, Πλουτ. Πύρρ. 19.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> facile à digérer;<br /><b>2</b> facile à accomplir, à exécuter;<br /><b>3</b> facile à soumettre <i>ou</i> à conquérir.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κατεργάζομαι]].
}}
}}