μορφοσκόπος: Difference between revisions

25
(6_18)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μορφοσκόπος''': -ον, ὁ παρατηρῶν, ἐξετάζων μορφὰς ἢ σχήματα, Ἀρτεμίδ. 2. 69.
|lstext='''μορφοσκόπος''': -ον, ὁ παρατηρῶν, ἐξετάζων μορφὰς ἢ σχήματα, Ἀρτεμίδ. 2. 69.
}}
{{grml
|mltxt=[[μορφοσκόπος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που ασκεί [[μαντεία]] παρατηρώντας και εξετάζοντας μορφές ή σχήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σκοπῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>].
}}
}}