ναοδόμος: Difference between revisions

26
(6_15)
(26)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νᾱοδόμος''': -ον, ([[δέμω]]) ὁ οἰκοδομῶν, κτίζων ναούς, Γρηγόρ. Ναζιανζ.
|lstext='''νᾱοδόμος''': -ον, ([[δέμω]]) ὁ οἰκοδομῶν, κτίζων ναούς, Γρηγόρ. Ναζιανζ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ναοδόμος]], -ον (Α)<br />αυτός που κτίζει ναό ή που αναφέρεται στη [[ναοδομία]] («[[ναοδόμος]] [[τέχνη]]», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναός]] <span style="color: red;">+</span> [[δόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέμω]] «[[κτίζω]]»), <b>πρβλ.</b> [[λιθο]]-[[δόμος]], <i>οικο</i>-[[δόμος]].
}}
}}