ἔτυμος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔτῠμος''': -ον, [[ὡσαύτως]], -η, -ον, Σοφ. Φιλ. 205 (Λυρ.): - ποιητ. ἐπίθ., ὡς τὸ [[ἐτήτυμος]], [[ἀληθής]], [[βέβαιος]], [[πραγματικός]]: ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ οὐδ., ψεύσομαι ἢ ἔτυμον [[ἐρέω]]; Ἰλ. Κ. 534, Ὀδ. Δ. 140· [[οὕτως]], ἐγώ, φάμ’ ἔτυμον Σοφ. Ἀντ. 1320· ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῖα Ὀδ. Τ. 203, πρβλ. Ἡσ. Θ. 27· οἵ ῤ’ ἔτυμα κραίνουσι, οὗτοι οἱ ὄνειροι ἔχουσιν ἀληθῆ ἔκβασιν, Ὀδ. Τ. 567, πρβλ. Θέοφν. 713, Αἰσχύλ. Πρ. 293· ἔτ. [[λόγος]], ἀληθὴς [[διήγησις]], [[φήμη]], Στησίχ. 29, Πινδ. Π. 1. 132· ἔτ. [[ἄγγελος]], [[φήμη]], [[φάτις]] Αἰσχύλ. Θήβ. 82, Εὐρ. Ἠλ. 818, Ἀριστοφ. Εἰρ. 114· πάθεα Αἰσχύλ. Εὐμ. 496· [[τέχνη]] παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρ. 260Ε· ὡς ἒτυμ’ ἐστάκαντι, πόσον φυσικῶς..., Θεόκρ. 15. 82. 2) τὸ οὐδέτ. ἔτυμον, πάρ, Ὁμ. [[εἶναι]] καὶ Ἐπίρρ., ὡς τὸ ἐτεόν, ἀληθῶς, [[ὄντως]], πραγματικῶς, ἀλλ’ ἔτυμόν τοι ἦλθ’ Ὀδυσεὺς Ὀδ. Ψ. 26 οὔ σ’ ἔτυμόν γε φάμεν πεπνῦσθαι Ἰλ. Ψ. 440· ὡς ἔτυμον Ἀνθ. Π. 7. 352· [[ὡσαύτως]] πληθ., ἔτυμα, [[αὐτόθι]] 663· τὸ ὁμαλὸν ἐπίρρ. ἐτύμως, Ξενοφάν. 7. 4, Πινδ. Ο. 6. 130, Αἰσχύλ. Θήβ. 918, κτλ.· ὡς ἐτύμως ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 534. II. ἔτυμον, τό, ὡς οὐσιαστ., ἡ ἀληθὴς κατὰ [[γράμμα]] [[σημασία]] τῆς λέξεως ὡς πρὸς τὴν ἀρχὴν αὐτῆς, ἡ [[ἐτυμολογία]] ἢ παραγωγὴ αὐτῆς, ἡ [[ῥίζα]], Διόδ. 1. 11, Ἀθήν. 571D, Πλούταρχ. 2. 278D. - Ἐπίρρ. -μως, ἐτυμολογικῶς, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 19, κ. ἀλλ. - [[οὐδαμοῦ]] ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ· καὶ παρὰ μεταγεν. μόνον ἐν τῇ σημασίᾳ ΙΙ, πλὴν ἐν Πλάτ. Ἀξιὸχ 366Β.
|lstext='''ἔτῠμος''': -ον, [[ὡσαύτως]], -η, -ον, Σοφ. Φιλ. 205 (Λυρ.): - ποιητ. ἐπίθ., ὡς τὸ [[ἐτήτυμος]], [[ἀληθής]], [[βέβαιος]], [[πραγματικός]]: ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ οὐδ., ψεύσομαι ἢ ἔτυμον [[ἐρέω]]; Ἰλ. Κ. 534, Ὀδ. Δ. 140· [[οὕτως]], ἐγώ, φάμ’ ἔτυμον Σοφ. Ἀντ. 1320· ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῖα Ὀδ. Τ. 203, πρβλ. Ἡσ. Θ. 27· οἵ ῤ’ ἔτυμα κραίνουσι, οὗτοι οἱ ὄνειροι ἔχουσιν ἀληθῆ ἔκβασιν, Ὀδ. Τ. 567, πρβλ. Θέοφν. 713, Αἰσχύλ. Πρ. 293· ἔτ. [[λόγος]], ἀληθὴς [[διήγησις]], [[φήμη]], Στησίχ. 29, Πινδ. Π. 1. 132· ἔτ. [[ἄγγελος]], [[φήμη]], [[φάτις]] Αἰσχύλ. Θήβ. 82, Εὐρ. Ἠλ. 818, Ἀριστοφ. Εἰρ. 114· πάθεα Αἰσχύλ. Εὐμ. 496· [[τέχνη]] παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρ. 260Ε· ὡς ἒτυμ’ ἐστάκαντι, πόσον φυσικῶς..., Θεόκρ. 15. 82. 2) τὸ οὐδέτ. ἔτυμον, πάρ, Ὁμ. [[εἶναι]] καὶ Ἐπίρρ., ὡς τὸ ἐτεόν, ἀληθῶς, [[ὄντως]], πραγματικῶς, ἀλλ’ ἔτυμόν τοι ἦλθ’ Ὀδυσεὺς Ὀδ. Ψ. 26 οὔ σ’ ἔτυμόν γε φάμεν πεπνῦσθαι Ἰλ. Ψ. 440· ὡς ἔτυμον Ἀνθ. Π. 7. 352· [[ὡσαύτως]] πληθ., ἔτυμα, [[αὐτόθι]] 663· τὸ ὁμαλὸν ἐπίρρ. ἐτύμως, Ξενοφάν. 7. 4, Πινδ. Ο. 6. 130, Αἰσχύλ. Θήβ. 918, κτλ.· ὡς ἐτύμως ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 534. II. ἔτυμον, τό, ὡς οὐσιαστ., ἡ ἀληθὴς κατὰ [[γράμμα]] [[σημασία]] τῆς λέξεως ὡς πρὸς τὴν ἀρχὴν αὐτῆς, ἡ [[ἐτυμολογία]] ἢ παραγωγὴ αὐτῆς, ἡ [[ῥίζα]], Διόδ. 1. 11, Ἀθήν. 571D, Πλούταρχ. 2. 278D. - Ἐπίρρ. -μως, ἐτυμολογικῶς, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 19, κ. ἀλλ. - [[οὐδαμοῦ]] ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ· καὶ παρὰ μεταγεν. μόνον ἐν τῇ σημασίᾳ ΙΙ, πλὴν ἐν Πλάτ. Ἀξιὸχ 366Β.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> vrai, réel, véritable : ψεύδεα λέγειν ἐτύμοισιν ὁμοῖα OD dire des mensonges semblables à des vérités ; ψεύσομαι ἢ ἔτυμον ἐρεῶ ; IL mentirai-je ou dirai-je la vérité ? <i>adv.</i> • ἔτυμον, réellement, véritablement;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> τὸ ἔτυμον vrai sens, sens étymologique d’un mot.<br />'''Étymologie:''' [[ἐτεός]].
}}
}}