3,274,916
edits
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοχᾱγέω''': Δωρ. ἀντὶ τοῦ λοχηγέω (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἀττ., ἴδε [[λοχαγός]]), ἡγοῦμαι λόχου, διοικῶ [[λόχον]] (συνήθως [[σῶμα]] ἐξ 100 ἀνδρῶν), Ξεν. Ἀν. 5. 9, 30, Ἀπομν. 3. 1, 5, Ἰσαῖ. 76.9· [[μετὰ]] γεν., λόχου λοχηγεῖν Ἡρόδ. 9. 53, πρβλ. 21. | |lstext='''λοχᾱγέω''': Δωρ. ἀντὶ τοῦ λοχηγέω (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἀττ., ἴδε [[λοχαγός]]), ἡγοῦμαι λόχου, διοικῶ [[λόχον]] (συνήθως [[σῶμα]] ἐξ 100 ἀνδρῶν), Ξεν. Ἀν. 5. 9, 30, Ἀπομν. 3. 1, 5, Ἰσαῖ. 76.9· [[μετὰ]] γεν., λόχου λοχηγεῖν Ἡρόδ. 9. 53, πρβλ. 21. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />commander une compagnie.<br />'''Étymologie:''' [[λοχαγός]]. | |||
}} | }} |