ναύστολος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ναύστολος''': -ον, ὁ ἀποστελλόμενος ἢ ἐξηρτυμένος ὡς [[πλοῖον]], ὁ διὰ θαλάσσης φερόμενος, [[πλέων]] (πρβλ. [[θεωρίς]]), Αἰσχύλ. Θήβ. 858.
|lstext='''ναύστολος''': -ον, ὁ ἀποστελλόμενος ἢ ἐξηρτυμένος ὡς [[πλοῖον]], ὁ διὰ θαλάσσης φερόμενος, [[πλέων]] (πρβλ. [[θεωρίς]]), Αἰσχύλ. Θήβ. 858.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui va par mer, maritime.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[στέλλω]].
}}
}}