3,273,006
edits
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφηγέομαι''': Ἰων. [[ἀπηγέομαι]], μέλλ. -ήσομαι: ― Ἀποθ., προηγοῦμαι ἀπὸ τινος σημείου, καὶ [[ἑπομένως]] ἐν γένει, ὁδηγῶ, προηγοῦμαι, προπορεύομαι, Πλάτ. Νόμ. 760D, κτλ.· οἱ μὲν Ἀβυδηνοὶ ἀφηγούμενοι, προπορευόμενοι, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 37· ἀφ. τῆς ἀποικίας, τῆς ἀγέλης, εἶμαι ὁ πρῶτος, ὁ [[ἀρχηγός]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 471, Θαυμ. 10· τῆς πρεσβείας Στράβ. 47· τῆς σχολῆς Διογ. Λ. 4. 14. ΙΙ. [[λέγω]], διηγοῦμαι, ἐξηγοῦμαι, Ἡρόδ. 1. 24, 86, καὶ [[συχν]]. ὁ πρκμ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημ. παρ’ Ἡροδ., ἀπήγηταί μοί τι 5. 62· τὸ ἀπηγημένον, τὸ λεχθέν, 1. 207, πρβλ. 9. 26. - Λέξις τοῦ πεζοῦ λόγου ἀπαντῶσα καὶ παρὰ Ψευδο-Εὐριπ. ἐν Ἱκ. 186 [[μετὰ]] σημασ. ΙΙ. | |lstext='''ἀφηγέομαι''': Ἰων. [[ἀπηγέομαι]], μέλλ. -ήσομαι: ― Ἀποθ., προηγοῦμαι ἀπὸ τινος σημείου, καὶ [[ἑπομένως]] ἐν γένει, ὁδηγῶ, προηγοῦμαι, προπορεύομαι, Πλάτ. Νόμ. 760D, κτλ.· οἱ μὲν Ἀβυδηνοὶ ἀφηγούμενοι, προπορευόμενοι, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 37· ἀφ. τῆς ἀποικίας, τῆς ἀγέλης, εἶμαι ὁ πρῶτος, ὁ [[ἀρχηγός]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 471, Θαυμ. 10· τῆς πρεσβείας Στράβ. 47· τῆς σχολῆς Διογ. Λ. 4. 14. ΙΙ. [[λέγω]], διηγοῦμαι, ἐξηγοῦμαι, Ἡρόδ. 1. 24, 86, καὶ [[συχν]]. ὁ πρκμ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημ. παρ’ Ἡροδ., ἀπήγηταί μοί τι 5. 62· τὸ ἀπηγημένον, τὸ λεχθέν, 1. 207, πρβλ. 9. 26. - Λέξις τοῦ πεζοῦ λόγου ἀπαντῶσα καὶ παρὰ Ψευδο-Εὐριπ. ἐν Ἱκ. 186 [[μετὰ]] σημασ. ΙΙ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> ἀφηγήσομαι;<br /><b>1</b> marcher en tête;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> raconter du commencement à la fin, exposer en détail.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἡγέομαι]]. | |||
}} | }} |