3,253,652
edits
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαρρώξ''': -ῶγος, ὁ, ἡ, ([[διαρρήγνυμι]]) διερρηγμένος, διεσχισμένος, διασχισθείς, δ. κυμάτων… σάλῳ…[[ἀγμός]], [[βράχος]] τεθραυσμένος διασχισθεὶς ὑπὸ τῶν κυμάτων, Εὐρ. Ι. Τ. 262. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[τεμάχιον]] ἀποκοπέν, ἀπορρὼξ Ὀππ. Ἁλ. 5. 216. | |lstext='''διαρρώξ''': -ῶγος, ὁ, ἡ, ([[διαρρήγνυμι]]) διερρηγμένος, διεσχισμένος, διασχισθείς, δ. κυμάτων… σάλῳ…[[ἀγμός]], [[βράχος]] τεθραυσμένος διασχισθεὶς ὑπὸ τῶν κυμάτων, Εὐρ. Ι. Τ. 262. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[τεμάχιον]] ἀποκοπέν, ἀπορρὼξ Ὀππ. Ἁλ. 5. 216. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῶγος (ὁ, ἡ)<br />déchiré ; escarpé.<br />'''Étymologie:''' [[διαρρήγνυμι]]. | |||
}} | }} |