προσδανείζω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσδᾰνείζω''': [[δανείζω]] [[προσέτι]]. ― Μέσ., δανείζομαι [[προσέτι]], [[λαμβάνω]] δάνεια, Ξεν. Ἀν. 7. 5, 5, Λυσί. 157. 1· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ. προσδεδανεῖσθαι τοῖς ξένοις, ἐκ τῶν ξένων, ὁ αὐτ. 154. 19.
|lstext='''προσδᾰνείζω''': [[δανείζω]] [[προσέτι]]. ― Μέσ., δανείζομαι [[προσέτι]], [[λαμβάνω]] δάνεια, Ξεν. Ἀν. 7. 5, 5, Λυσί. 157. 1· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ. προσδεδανεῖσθαι τοῖς ξένοις, ἐκ τῶν ξένων, ὁ αὐτ. 154. 19.
}}
{{bailly
|btext=prêter en outre à, τινι;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσδανείζομαι emprunter en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[δανείζω]].
}}
}}