ἀκτίτης: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκτίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, (ἀκτή), ὁ κατοικῶν εἰς τὴν παραλίαν, Ἀνθ. Π. 6. 304. ΙΙ. ἀκτ. [[λίθος]], [[λίθος]] ἐξ Ἀττικῆς (πρβλ. [[ἀκτὴ]] (Λ) Ι. 2.), δηλ. [[μάρμαρον]] ἐκ τοῦ Πεντελικοῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 72, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λ. ἀκτή.
|lstext='''ἀκτίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, (ἀκτή), ὁ κατοικῶν εἰς τὴν παραλίαν, Ἀνθ. Π. 6. 304. ΙΙ. ἀκτ. [[λίθος]], [[λίθος]] ἐξ Ἀττικῆς (πρβλ. [[ἀκτὴ]] (Λ) Ι. 2.), δηλ. [[μάρμαρον]] ἐκ τοῦ Πεντελικοῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 72, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λ. ἀκτή.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />habitant du littoral.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκτή]]².
}}
}}