3,273,026
edits
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δύσποτμος''': -ον, ἄτυχος, κακότυχος, [[δυστυχής]], [[ἄθλιος]]· ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, δ. [[θεός]], ἐπὶ τοῦ Προμηθέως, Αἰσχύλ. Πρ. 119· δ. [[βοῦς]], ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 306· δ. εὐχαί, κατάραι, ὁ αὐτ. Θήβ. 819· [[ὡσαύτως]] παρὰ Σοφ. καὶ [[συχν]]. παρ’ Εὐρ., πρβλ. Ἀριστιφ. Ἀχ. 419· συγκρ. δυσποτμώτερος Εὐρ. Φοιν. 1348. ― Ἐπίρρ. -μως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 272· ὑπερθ. -ότατα, Πλούτ. Φαβ. 18. | |lstext='''δύσποτμος''': -ον, ἄτυχος, κακότυχος, [[δυστυχής]], [[ἄθλιος]]· ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, δ. [[θεός]], ἐπὶ τοῦ Προμηθέως, Αἰσχύλ. Πρ. 119· δ. [[βοῦς]], ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 306· δ. εὐχαί, κατάραι, ὁ αὐτ. Θήβ. 819· [[ὡσαύτως]] παρὰ Σοφ. καὶ [[συχν]]. παρ’ Εὐρ., πρβλ. Ἀριστιφ. Ἀχ. 419· συγκρ. δυσποτμώτερος Εὐρ. Φοιν. 1348. ― Ἐπίρρ. -μως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 272· ὑπερθ. -ότατα, Πλούτ. Φαβ. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />infortuné, malheureux.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πότμος]]. | |||
}} | }} |