3,277,226
edits
(6_8) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥίζωσις''': -εως, ἡ, ([[ῥιζόω]]) τὸ ῥιζοῦσθαι, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 12, 5, Πλούτ. 2. 227D· μεταφορ., ἡ τῶν γεννωμένων [[ῥίζωσις]], ἐπὶ τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ ἐμβρύου, Πλουτ. Λυκοῦργ. 14, Ποπλικ. 8. | |lstext='''ῥίζωσις''': -εως, ἡ, ([[ῥιζόω]]) τὸ ῥιζοῦσθαι, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 12, 5, Πλούτ. 2. 227D· μεταφορ., ἡ τῶν γεννωμένων [[ῥίζωσις]], ἐπὶ τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ ἐμβρύου, Πλουτ. Λυκοῦργ. 14, Ποπλικ. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de pousser des racines, de prendre racine.<br />'''Étymologie:''' [[ῥιζόω]]. | |||
}} | }} |