περικάθαρμα: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περικάθαρμα''': τό, [[καθαρμός]], ἐξάγνισις, Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΑ΄, 18). ΙΙ. = [[κάθαρμα]] Ι. 2, Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. δ΄, 13· [[ἄθλιος]] [[ἄνθρωπος]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 78· πρβλ. φαρμακὸς ΙΙ.
|lstext='''περικάθαρμα''': τό, [[καθαρμός]], ἐξάγνισις, Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΑ΄, 18). ΙΙ. = [[κάθαρμα]] Ι. 2, Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. δ΄, 13· [[ἄθλιος]] [[ἄνθρωπος]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 78· πρβλ. φαρμακὸς ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> purification, expiation;<br /><b>2</b> objet de purification ; <i>d’où</i> homme <i>ou</i> être impur.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[καθαίρω]].
}}
}}