3,270,267
edits
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελίσσειος''': -α, -ον, ὁ τῆς μελίσσης, [[κηρίον]] μ., κηρήθρα μέλιτος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ΄, 42 ([[ἔνθα]] πολλὰ Ἀντίγραφ. ἔχουσι μελίσσιον), Εὐστ. Πονημ. 59. 15, κλ. 2) μελίσσιον, τό, [[σμῆνος]] ἢ ἑσμὸς μελισσῶν, κοινῶς «μελίσσι», Σουΐδ. ἐν λέξ. κίμβικα, Νικήτ. Βυζάντ. 761C. | |lstext='''μελίσσειος''': -α, -ον, ὁ τῆς μελίσσης, [[κηρίον]] μ., κηρήθρα μέλιτος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ΄, 42 ([[ἔνθα]] πολλὰ Ἀντίγραφ. ἔχουσι μελίσσιον), Εὐστ. Πονημ. 59. 15, κλ. 2) μελίσσιον, τό, [[σμῆνος]] ἢ ἑσμὸς μελισσῶν, κοινῶς «μελίσσι», Σουΐδ. ἐν λέξ. κίμβικα, Νικήτ. Βυζάντ. 761C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[μελισσαῖος]] ; [[μελίσσειον]] [[κηρίον]] rayon de miel ; τὸ [[μελίσσειον]] ruche.<br />'''Étymologie:''' [[μέλισσα]]. | |||
}} | }} |