3,270,470
edits
(6_8) |
(Bailly1_4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξυόεις''': εσσα, εν, (ὀξὺς) ὁ ἀπολήγων εἰς ὀξὺ (πρβλ. [[μελιτόεις]], [[λωτόεις]])· ἔγχεα ὀξυόεντα Ε. 568, κτλ.· δουρὶ [[μετάλμενος]] ὀξυόεντι Ξ. 443· ― παρ’ ἄλλων ἑρμηνεύεται ὡς = [[ὀξύϊνος]] (ἐκ τοῦ [[ὀξύα]]), Εὐστ. 1951. 2, Ἡσύχ. | |lstext='''ὀξυόεις''': εσσα, εν, (ὀξὺς) ὁ ἀπολήγων εἰς ὀξὺ (πρβλ. [[μελιτόεις]], [[λωτόεις]])· ἔγχεα ὀξυόεντα Ε. 568, κτλ.· δουρὶ [[μετάλμενος]] ὀξυόεντι Ξ. 443· ― παρ’ ἄλλων ἑρμηνεύεται ὡς = [[ὀξύϊνος]] (ἐκ τοῦ [[ὀξύα]]), Εὐστ. 1951. 2, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όεσσα, όεν;<br />aigu, pointu [[[ὀξύς]]] ; <i>ou plutôt</i> en bois de hêtre [[[ὀξύα]]]. | |||
}} | }} |