κίκινος: Difference between revisions

20
(6_11)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κίκῐνος''': -η, -ον, παρασκευαζόμενος ἐκ τοῦ δένδρου [[κίκι]]. [[ἔλαιον]] Διοσκ. 1. 38, Γαλην.
|lstext='''κίκῐνος''': -η, -ον, παρασκευαζόμενος ἐκ τοῦ δένδρου [[κίκι]]. [[ἔλαιον]] Διοσκ. 1. 38, Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κίκινος]], -ίνη, -ον) [[κίκι]]<br />αυτός που παρασκευάζεται από τον καρπό του φυτού [[κίκι]].
}}
}}