καρτεροβρόντης: Difference between revisions

19
(6_19)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρτεροβρόντης''': -ου, ὁ, ὁ κρατερῶς, ἰσχυρῶς βροντῶν, Πινδ. Ἀποσπ. 127. 2.
|lstext='''καρτεροβρόντης''': -ου, ὁ, ὁ κρατερῶς, ἰσχυρῶς βροντῶν, Πινδ. Ἀποσπ. 127. 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[καρτεροβρόντης]], ὁ (Α)<br />αυτός που βροντά [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρτερός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βρόντης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βροντή]] <span style="color: red;"><</span> [[βρέμω]] «[[βροντώ]]»)].
}}
}}