θάσσω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θάσσω''': Ἀττ. [[θαάσσω]] (ὃ ἴδε), [[κάθημαι]], [[μένω]] ἄπρακτος, [[ἀργός]], στρατὸς δὲ θάσσει Εὐρ. Ἱκέτ. 391· [[ἥσυχος]] θ. ὁ αὐτ. Βάκχ. 622· ἀμφὶ βωμὸν ὁ αὐτ. Ρήσ. 509· ἐπ’ ἀκταῖς ὁ αὐτ. Ἑκ. 36, Ι. T. 1253· πρὸς βάθροις ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 715· - μετ’ αἰτ., θάσσειν [[θρόνον]] Σοφ. Ο. T. 161· θ. τρίποδα Εὐρ Ἴωνι 91· θ. [[δάπεδον]] ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 117· - θ. δυστήνους ἕδρας, [[κάθημαι]] ἐν σήματι δυστυχοῦς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1214, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 889· ἴδε [[θοάζω]] ΙΙ, [[θακέω]].
|lstext='''θάσσω''': Ἀττ. [[θαάσσω]] (ὃ ἴδε), [[κάθημαι]], [[μένω]] ἄπρακτος, [[ἀργός]], στρατὸς δὲ θάσσει Εὐρ. Ἱκέτ. 391· [[ἥσυχος]] θ. ὁ αὐτ. Βάκχ. 622· ἀμφὶ βωμὸν ὁ αὐτ. Ρήσ. 509· ἐπ’ ἀκταῖς ὁ αὐτ. Ἑκ. 36, Ι. T. 1253· πρὸς βάθροις ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 715· - μετ’ αἰτ., θάσσειν [[θρόνον]] Σοφ. Ο. T. 161· θ. τρίποδα Εὐρ Ἴωνι 91· θ. [[δάπεδον]] ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 117· - θ. δυστήνους ἕδρας, [[κάθημαι]] ἐν σήματι δυστυχοῦς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1214, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 889· ἴδε [[θοάζω]] ΙΙ, [[θακέω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />être assis : θρόνον SOPH sur un trône ; demeurer immobile.<br />'''Étymologie:''' [[θᾶκος]].
}}
}}