κατακούω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατᾰκούω''': μέλλ. -σομαι, [[ἀκούω]] καὶ πείθομαι, ὑποτάσσομαι, Ἀράβιοι οὐδαμὰ κατήκουσαν ἐπὶ δουλοδύνῃ Πέρσῃσι Ἡρόδ. 3. 88, πρβλ. Ἀππ. Συρ. 55· τινὸς Δημ. 15. 29, Ἀππ. Μιθρ. 57· πρβλ. [[κατήκοος]]. 2) [[μετὰ]] προσοχῆς [[ἀκούω]] ἢ δίδω ἀκρόασιν εἴς τινα, Δημ. 74. 6, Στράβ. 644· ἐπιμελητὴς χειροτονηθεὶς εὐσεβῶς κατήκουσε Ἐπιγρ. Dittenb. 647, 13. 3) [[ἀκούω]] σαφῶς, τι ἢ τινὰ Εὐρ. Ρῆσ. 553, Θουκ. 2. 84., 3. 22, Πλάτ. Πολ. 531Α· τινὸς Ἀριστοφ. Βάτρ. 312, Πλάτ. Πρωτ. 330 Ε· ὁ θυρωρὸς… κατήκουεν ἡμῶν, μᾶς ἤκουε κρυφίως, ἔβαλλεν αὐτί, ἐκρυφάκουεν, [[αὐτόθι]] 314C· κατακούειν τῶν λάθρᾳ καὶ ἐν ἀπορρήτῳ διαλεγομένων Στράβ. 14, 644· κ. τινὸς αὐλοῦντος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 5, 4.
|lstext='''κατᾰκούω''': μέλλ. -σομαι, [[ἀκούω]] καὶ πείθομαι, ὑποτάσσομαι, Ἀράβιοι οὐδαμὰ κατήκουσαν ἐπὶ δουλοδύνῃ Πέρσῃσι Ἡρόδ. 3. 88, πρβλ. Ἀππ. Συρ. 55· τινὸς Δημ. 15. 29, Ἀππ. Μιθρ. 57· πρβλ. [[κατήκοος]]. 2) [[μετὰ]] προσοχῆς [[ἀκούω]] ἢ δίδω ἀκρόασιν εἴς τινα, Δημ. 74. 6, Στράβ. 644· ἐπιμελητὴς χειροτονηθεὶς εὐσεβῶς κατήκουσε Ἐπιγρ. Dittenb. 647, 13. 3) [[ἀκούω]] σαφῶς, τι ἢ τινὰ Εὐρ. Ρῆσ. 553, Θουκ. 2. 84., 3. 22, Πλάτ. Πολ. 531Α· τινὸς Ἀριστοφ. Βάτρ. 312, Πλάτ. Πρωτ. 330 Ε· ὁ θυρωρὸς… κατήκουεν ἡμῶν, μᾶς ἤκουε κρυφίως, ἔβαλλεν αὐτί, ἐκρυφάκουεν, [[αὐτόθι]] 314C· κατακούειν τῶν λάθρᾳ καὶ ἐν ἀπορρήτῳ διαλεγομένων Στράβ. 14, 644· κ. τινὸς αὐλοῦντος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 5, 4.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κατακούσομαι;<br /><b>1</b> entendre clairement : [[τι]], τινος qch;<br /><b>2</b> prêter l’oreille à, écouter, gén. ; <i>fig.</i> obéir à, dat. <i>ou</i> gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀκούω]].
}}
}}