αὐτόφορτος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτόφορτος''': -ον, ὁ τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[φορτίον]] φέρων, [[αὐτοδιάκονος]], Αἰσχύλ. Χο. 675, Σοφ. Ἀποσπ. 250, πρβλ. Κρατῖνον ἐν «Χείρωνι» 20. ΙΙ. σύν αὐτῷ τῷ φορτίῳ [[ναῦς]] Πλουτ. Αἰμίλ. 9., 2. 467D.
|lstext='''αὐτόφορτος''': -ον, ὁ τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[φορτίον]] φέρων, [[αὐτοδιάκονος]], Αἰσχύλ. Χο. 675, Σοφ. Ἀποσπ. 250, πρβλ. Κρατῖνον ἐν «Χείρωνι» 20. ΙΙ. σύν αὐτῷ τῷ φορτίῳ [[ναῦς]] Πλουτ. Αἰμίλ. 9., 2. 467D.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui porte lui-même (<i>càd</i> sans serviteurs) sa charge;<br /><b>2</b> avec la cargaison même.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[φέρω]].
}}
}}