λιθόω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθόω''': εἰς λίθον [[μεταβάλλω]], Νικήτ. Εὐγεν. 5. 205· -σπανιώτατα ἐν χρήσει εἰ μὴ ἐν τῷ παθ. τύπῳ, ἀπολιθοῦμαι, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 29, π. Ζ. Γενέσεως 5. 3, 21· ἀπροσ. λιθοῦται, συμβαίνει [[ἀπολίθωσις]], ὁ αὐτ. ἐν Πρβλ. 24. 11.
|lstext='''λῐθόω''': εἰς λίθον [[μεταβάλλω]], Νικήτ. Εὐγεν. 5. 205· -σπανιώτατα ἐν χρήσει εἰ μὴ ἐν τῷ παθ. τύπῳ, ἀπολιθοῦμαι, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 29, π. Ζ. Γενέσεως 5. 3, 21· ἀπροσ. λιθοῦται, συμβαίνει [[ἀπολίθωσις]], ὁ αὐτ. ἐν Πρβλ. 24. 11.
}}
{{bailly
|btext=changer en pierre, pétrifier.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[πετρόω]].
}}
}}