3,274,216
edits
(6_18) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλορρήμων''': -ον, ὁ λέγων μεγάλους λόγους, ἀλαζών, [[ὑπερήφανος]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΑ΄, 3). ― Ἐπίρρ. -όνως, [[Πολυδ]]. Θ΄, 147· ― μεγᾰλορρημονέω, εἶμαι [[μεγαλορρήμων]], [[καυχηματίας]], Στράβ. 601· ― μεγαλορρημονία, ἡ, [[καύχησις]], κομπορρημοσύνη, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1350· καὶ μεγᾰλορρημοσύνη, ἡ, Πολύβ. 39. 3, 1, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Β΄, 3). | |lstext='''μεγᾰλορρήμων''': -ον, ὁ λέγων μεγάλους λόγους, ἀλαζών, [[ὑπερήφανος]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΑ΄, 3). ― Ἐπίρρ. -όνως, [[Πολυδ]]. Θ΄, 147· ― μεγᾰλορρημονέω, εἶμαι [[μεγαλορρήμων]], [[καυχηματίας]], Στράβ. 601· ― μεγαλορρημονία, ἡ, [[καύχησις]], κομπορρημοσύνη, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1350· καὶ μεγᾰλορρημοσύνη, ἡ, Πολύβ. 39. 3, 1, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Β΄, 3). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον (Α [[μεγαλορρήμων]], -ον)<br />[[αλαζόνας]], [[κομπαστής]], [[καυχησιολόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με καλή [[σημασία]]) [[στομφώδης]], [[πομπώδης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεγαλορρημόνως</i> (Α)<br />με κομπασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥῆμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κομπο</i>-<i>ρρήμων</i>]. | |||
}} | }} |