ἀναστομόω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναστομόω''': ἀνοίγω, [[κάμνω]] [[ἄνοιγμα]] εἰς, ἀναστομοῦν τὰς τάφρους [πρὸς τὸν ποταμὸν] Ξεν. Κύρ. 7. 5, 15· ἀν. τὰς Νείλου διώρυγας Πολύβ. 5. 62, 4, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 59· ἀν. τὸ [[ἡρῷον]], ἀνοίγω αὐτό, Συλλ. Ἐπιγρ. 916: ‒ Μέσ., φάρυγος... ἀναστόμου τὸ [[χεῖλος]], ἄνοιξον [[καλῶς]] τὴν φάρυγγά σου, Εὐρ. Κύκλ. 357: ‒ Παθ., τραυλὴ μέν ἐστιν, ἀλλ᾿ ἀνεστομωμένη, ἔχουσα [[στόμα]] εὐρέως ἀνοικτόν, πολλὰ καὶ μεγαλοφώνως ὁμιλοῦσα (πρβλ. [[στόμωσις]]), Καλλίας Ἄδηλ. 3. 2) Παθ., [[ὡσαύτως]] ἀνοίγομαι, διαστέλλομαι, ἀν. οἱ πόροι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 1, 9, π. Γεν. Ζ. 3. 1, 24· [[ὑστέρα]] ἀν. Ἱστ. Ζ. 10. 2, 6. 3) ἐπὶ τοῦ ὠκεανοῦ, ἀποτελῶ πορθμόν, πῇ μὲν κατὰ στενοπόρους αὐχένας ἀνεστομωμένος Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 8· ὁ Ἀράβιος [[κόλπος]] ἀνεστόμωται εἰς τὸν... ὠκεανόν, στενεύει, ἀποτελεῖ πορθμὸν εἰς τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] συγκοινωνεῖ [[μετὰ]] τοῦ ὠκεανοῦ, Διόδ. 3. 38, πρβλ. Φίλωνα 2. 475, Ἡλιόδ. 1. 29, καὶ ἴδε [[συστομόομαι]]. ΙΙ. μεταφ., [[ὀξύνω]], ἀκονίζω τὴν ὄρεξιν, [[ταῦτα]] τῶν ἡδυσμάτων ἀναστομεῖ τᾀσθητήρια Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2.
|lstext='''ἀναστομόω''': ἀνοίγω, [[κάμνω]] [[ἄνοιγμα]] εἰς, ἀναστομοῦν τὰς τάφρους [πρὸς τὸν ποταμὸν] Ξεν. Κύρ. 7. 5, 15· ἀν. τὰς Νείλου διώρυγας Πολύβ. 5. 62, 4, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 59· ἀν. τὸ [[ἡρῷον]], ἀνοίγω αὐτό, Συλλ. Ἐπιγρ. 916: ‒ Μέσ., φάρυγος... ἀναστόμου τὸ [[χεῖλος]], ἄνοιξον [[καλῶς]] τὴν φάρυγγά σου, Εὐρ. Κύκλ. 357: ‒ Παθ., τραυλὴ μέν ἐστιν, ἀλλ᾿ ἀνεστομωμένη, ἔχουσα [[στόμα]] εὐρέως ἀνοικτόν, πολλὰ καὶ μεγαλοφώνως ὁμιλοῦσα (πρβλ. [[στόμωσις]]), Καλλίας Ἄδηλ. 3. 2) Παθ., [[ὡσαύτως]] ἀνοίγομαι, διαστέλλομαι, ἀν. οἱ πόροι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 1, 9, π. Γεν. Ζ. 3. 1, 24· [[ὑστέρα]] ἀν. Ἱστ. Ζ. 10. 2, 6. 3) ἐπὶ τοῦ ὠκεανοῦ, ἀποτελῶ πορθμόν, πῇ μὲν κατὰ στενοπόρους αὐχένας ἀνεστομωμένος Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 8· ὁ Ἀράβιος [[κόλπος]] ἀνεστόμωται εἰς τὸν... ὠκεανόν, στενεύει, ἀποτελεῖ πορθμὸν εἰς τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] συγκοινωνεῖ [[μετὰ]] τοῦ ὠκεανοῦ, Διόδ. 3. 38, πρβλ. Φίλωνα 2. 475, Ἡλιόδ. 1. 29, καὶ ἴδε [[συστομόομαι]]. ΙΙ. μεταφ., [[ὀξύνω]], ἀκονίζω τὴν ὄρεξιν, [[ταῦτα]] τῶν ἡδυσμάτων ἀναστομεῖ τᾀσθητήρια Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />munir d’une embouchure, donner une ouverture à : τάφρον XÉN à un fossé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[στομόω]].
}}
}}